Η Γουίλι, η μαύρη θερμαστής από το Τζιμπουτί

Η Γουίλι,η μαύρη θερμαστής από το Τζιμπουτί, όταν απ’τη βάρδια της τη βραδινή σχολούσε…δεν έκανε τίποτα. Πήγαινε φουριόζα στην καμπίνα της και κλεινόταν γλήγορα μέσα. Βλέπετε, ήταν η μία και μοναδική γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο κλάδο, σε ένα ανδροκρατούμενο πλοίο και αυτό της προξενούσε πολλά και ποικίλα προβλήματα.

Η Γουίλι από τότε που θυμόταν τον εαυτό της ήθελε να γίνει θερμαστής. Κανείς δεν ήξερε γιατί, ούτε ακόμα και η ίδια δεν μπορούσε να καταλάβει αυτή την τόσο έντονή της επιθυμία. Επειδή όμως ήταν μία γυναίκα με πάθος γνώριζε πως δεν έπρεπε να αφήσει τίποτα να σταθεί εμπόδιο στο όνειρό της. Μάταια τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειά της προσπάθησαν να τη συνετίσουν για να κάνει αυτό που κάθε σωστή γυναίκα οφείλει να πράξει, τουτέστιν ένα γάμο και παιδιά.

Ίσως να ήταν τα πεισματάρικα γονίδια του συνονόματου παππού της που την ωθούσαν ακόμα περισσότερο στο να κυνηγήσει αυτό που πραγματικά ήθελε. Βλέπετε κι εκείνος ήταν θερμαστής και μάλιστα κάποτε είχε φάει και μία αδειανή στην κεφαλή μποτίλια. Όπως και να έχει, η Γουίλι τα κατάφερε να γίνει θερμαστής αν και κυριολεκτικά έφτυσε αίμα, αφού στο πρώτο της ταξίδι κόλλησε φυματίωση και είχε αιμόπτυση για έναν ολόκληρο χρόνο. Ομως κατόρθωσε να ξεπεράσει ακόμα και αυτόν τον σκόπελο. Πλέον εργαζόταν στη δουλειά των ονείρων της και ήταν εξαιρετικά καλή σε αυτή. Ο ατμολέβητας στέναζε κάτω από τα έμπειρα χέρια της και παρόλα αυτά η Γουίλι δεν ήταν ευτυχισμένη. Το εργασιακό της περιβάλλον ήταν άκρως σεξιστικό. “Που ακούστηκε γυναίκα θερμαστής!” σιγομουρμούριζε το πλοίο ολάκερο και η Γουίλι άκουγε τις επικρίσεις, τα αρνητικά τους σχόλια και της άναβαν τα λαμπάκια. Οι μούτσοι και οι λοστρόμοι όταν περνούσε από μπροστά τους έφτυναν κάτω με περιφρόνηση. Οι ίδιες τους οι βλέννες που στόλιζαν το κατάστρωμα έγραφαν με τα υγρά τους στοιχεία αυτήν ακριβώς τη λέξη: “Περιφρόνηση”.

Το φύλο της λοιπόν σε συνδυασμό με το χρώμα της επιδερμίδας της την έκανε δέκτη άκρως προσβλητικών συμπεριφορών. Ακόμα θυμόταν εκείνη τη φορά που τελειώνοντας τη βάρδια της βγήκε λίγο στο κατάστρωμα να πάρει φρέσκο θαλασσινό αέρα και είδε μία μικρή ομάδα από μούτσους και λοστρόμους να γελούν. Λίγο πιο έξω από τον κύκλο που είχε σχηματίσει η σεξιστική ομήγυρη βρίσκονταν δύο τρεις αξιωματικοί που ενώ προσπαθούσαν να διατηρούν μία κάποια απόσταση φαίνονταν και αυτοί να διασκεδάζουν με το όποιο θέαμα. Η Γουίλι πλησίασε γεμάτη περιέργεια και όταν την είδαν να έρχεται προς το μέρος τους τα γέλια πολλαπλασιάστηκαν ενώ οι αξιωματικοί όντας πιο μορφωμένοι και άρα λιγότερο άξεστοι και σεξιστές είχαν την υποτυπώδη ευγένεια να προσποιηθουν πως ήταν απλά παρατηρητές αν και ένας από αυτούς πνίγηκε από το δήθεν βήχα/γέλιο που τον είχε κυριεύσει.

Η Γουίλι κοντοστάθηκε για λίγο καταλαβαίνοντας πως αυτό που θα έβλεπε θα την έκανε σίγουρα έξω φρενών και το δεξί της φρύδι θα ανυψωνόταν τόσο ψηλά που θα συγκρουόταν με το έκτο τσάκρα της (το τρίτο μάτι κοινώς) αλλά τελικά δεν έκανε πίσω. Όταν έφτασε αρκετά κοντά είδε πως στο κέντρο του κύκλου βρισκόταν ο πιο άξεστος και σεξιστής από τη συνομοταξία μούτσων/λοστρόμων φορώντας ένα από νυχτικά της ενώ το πρόσωπό του ήταν βαμμένο με φούμο προφανώς για να είναι πιο πειστικός στην κακόγουστη αναπαράστασή του. Πως τόλμησαν να μπουν κρυφά στην καμπίνα της και να αρπάξουν ένα από τα φαρδιά νυχτικά της! Πως τόλμησε αυτός ο αχρείος να βάψει το πρόσωπό για να την περιγελάσει; Το χειρότερο όμως ήταν πως για να τονίσει τα παραπανίσια της κιλά, είχε παραχώσει μαξιλάρια μπροστά στο στήθος και πίσω στη θέση των γλουτών. Ο κύκλος των θεατών βλέποντας τη Γουίλι να παρατηρεί με γουρλωμένα μάτια τον μίμο της ξέσπασε σε γέλια υστερικά. Μάτια άρχισαν να δακρύζουν ενώ πολλοί κρατούσαν τις κοιλιές τους που άρχισαν να τους πονούν από το ξεκάρδισμα.

Η Γουίλι περίμενε να καταλαγιάσει ο αχός από τα γέλια. Δε θα τους έκανε τη χάρη. Δε θα τους άφηνε να δουν πόσο πολύ είχε επηρεαστεί από αυτή την κάκιστη παράσταση. Κοίταξε με σταθερότητα τον πρωταγωνιστή του βρωμερού show και πρόσθεσε δυνατά: “Αυτό που κάνεις λέγεται Blackface και είναι άκρως ρατσιστικό”.

Δυστυχώς ο μεταμφιεσμένος μούτσος/λοστρόμος ή δεν άκουσε καλά ή δεν ήξερε τι είναι το Blackface. Αντί για Blackface λοιπόν κατάλαβε Duck face οπότε άρχισε να σουφρώνει τα χείλη του τουρλώνοντας ταυτοχρόνως τα πισινά του και να προσποιείται ότι τραβάει selfies με ένα κινητό που του το προμήθευσε ένας φιλότεχνος θεατής από το κοινό.

Τα γέλια ξανάρχισαν και η Γουίλι όλο αξιοπρέπεια γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε με ραγισμένη καρδιά στην καμπίνα της. Δε φτάνει που την κορόιδευαν γιατί ήταν μαύρη, δε φτάνει που της έκαναν τη ζωή δύσκολη επειδή ήταν μία γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, την περιγελούσαν και για τα επιπλέον της κιλά. Ε, λοιπόν, αυτό πήγαινε πολύ!

Έκανε καταγγελία στη διοίκηση (στον καπετάνιο δηλαδή) του πλοίου αλλά η απάντηση που πήρε ήταν ότι αν δεν της αρέσουν οι συνθήκες να κατέβει στο επόμενο λιμάνι και ότι υπήρχε ουρά από υποψήφιους που θα έκαναν τεμενάδες για να βρουν μία τέτοια θέση, με σταθερές μηνιαίες απολαβές, καλές εργασιακές συνθήκες και την ευκαιρία για ταξιδάκια αναψυχής ανά τον κόσμο. Αμ πως!

Η Γουίλι είχε απελπιστεί. Αγαπούσε τη δουλειά της και δεν ήθελε με τίποτα να την αφήσει. Έπρεπε όμως να βρει και έναν τρόπο να αντιμετωπίσει αυτές τις προσβολές ή τουλάχιστον να μην τις αφήνει να την επηρεάζουν. Εντελώς τυχαία (η συγχρονικότητα του σύμπαντος) μία ελληνίδα pen pal της αναφέρε ότι υπήρχε ένα site που μιλούσε στις γυναίκες και έλυνε τα απανταχού προβλήματα τους. Έτσι η Γουίλι αποφάσισε να απευθυνθεί στην ΑΠΑΠΑ. Έγραψε το ερώτημα/παράπονό της, το πέρασε από Google Translator και το έστειλε με την ελπίδα να βρει ανταπόκριση. Η ΑΠΑΠΑ όντως αποκρίθηκε και ανάμεσα στα άλλα που τη συμβούλευσε ήταν κυρίως να απευθυνθεί σε ψυχολόγο.

Η Γουίλι έσπευσε να ακολουθήσει τη συμβουλή κατά γράμμα. Δυστυχώς όμως βρισκόταν εν πλω και το επόμενο λιμάνι που θα μπαρκάριζαν απείχε μήνες μακριά ενώ το πρόβλημα της χρειαζόταν άμεση αντιμετώπιση. Βρήκε λοιπόν ψυχολόγο μέσω Skype αλλά κι εκεί δεν ευόδωσθηκαν οι προσπάθειές της γιατί η σύνδεση στο πλοίο δεν ήταν σταθερή και ανάλογα με τα νερά που περνούσαν μπορεί να μην είχαν και καθόλου Internet για ημέρες. Έτσι οι συνεδρίες διεκόπησαν άρον άρον λόγω έλλειψης τεχνικής υποδομής.

Η Γουίλι είχε απελπιστεί ματαξανά. Πλέον καθόταν μελαγχολική στην κουπαστή και αγνάντευε με τις ώρες το απέραντο γαλάζιο μην ξέροντας πια τι να κάνει. Ήταν λοιπόν σε ένα από αυτά τα ατελείωτα αγναντέματα που πέρασε από μπροστά της σκίζοντας τα νερά ο Μήτσος. Ο Μήτσος ήταν ένας δελφίνος και όταν λέμε δελφίνο δεν εννοούμε βέβαια, όπως αναφέρει το λεξικό, ένα άτομο το οποίο φιλοδοξεί να διαδεχθεί κάποιον σε ένα ανώτερο αξίωμα, αλλά μιλάμε για ένα αρσενικό δελφίνι. Ο έρωτας υπήρξε ακαριαίος σαν το θάνατο και για τους δύο. Η Γουίλι ήξερε πως αυτή ήταν η απάντηση σε όλα της τα προβλήματα. Η λύση δεν ήταν ο ψυχολόγος, η λύση ήταν ο έρωτας. Πήδηξε στη ράχη του Μήτσου που ήταν μάγκας και καραμπουζουκλής και έπλευσαν μαζί με φόντο τον ορίζοντα, την ώρα που έδυε ο ήλιος. Όσο για αυτούς που θα φρικάρουν αναλογιζόμενοι τον έρωτα ανάμεσα σε δύο διαφορετικά είδη, ένα μόνο έχω να πω: “Μην είστε μικροαστοί”

 

 

Η αυθεντική φωτογραφία προ της επεξεργασίας είναι από τον Johannes Plenio στο Unsplash