Οι τρεις Χάριτες κάθισαν τριγύρω από το γιορτινό τραπέζι. Σταύρωσαν τα χέρια επάνω στο κόκκινο τραπεζομάντηλο με ύφος σοβαρό, ανεξιχνίαστο κοιτώντας με βουβή απόγνωση μπροστά τους. Άραγε αυτή τη φορά θα ήταν διαφορετικά; Μήπως τούτη την ημέρα θα χαλιναγωγούσαν τα τέρατα που καταπίεζαν ορμητικά μέσα τους; Την ώρα που αιχμαλώτιζαν τις μπουκιές τους με το πιρούνι έριχναν διερευνητικά βλέμματα η μία στην άλλη. Ίσως, ίσως να το κατάφερναν. Όμως… αλίμονο!
Όπως το μπουμπούκι που μετά από καιρό που παρέμενε πεισματικά κλειστό, αρχίζει να ανοίγει σιγά σιγά τα πέταλά του στον ήλιο, έτσι κι εγώ σήμερα ένιωσα ένα μικρό άνοιγμα από όπου άφησα να μπει μέσα το φως, η φυσική ενέργεια της αγάπης που υπάρχει πάντα τριγύρω μας. Ένιωσα τη ζεστασιά να με διαποτίζει, να χρωματίζει όλη μου την ύπαρξη με ουσία και σκοπό. Η σύνδεση μαζί της προσδίδει σε όλα ροή και μια αβίαστη συνέχεια.
Από όλα τα μοναχικά πλάσματα σε τούτη την πλάση ο άνθρωπος της μεγαλούπολης είναι το πιο μοναχικό απ’όλα. Μόνος ανάμεσα στο απρόσωπο πλήθος, έρημος μέσα στις ορδές των ‘βαρβάρων’ που στοιβάζονται κάθε πρωί και απόγευμα στο μετρό, αποκομμένος από όλους και όλα σε έναν τρόπο ζωής που υποτίθεται πως προάγει τη συνδεσιμότητα λόγω της αναγκαστικής εγγύτητας. Ναι, ο αστός είναι σαν ένα θηρίο πεινασμένο για σύνδεση, για νόημα, για σκοπό. Μια πείνα καταδικασμένη να παραμείνει ανικανοποίητη καθώς ο αστός κλωθογυρίζει μέσα στην καθημερινότητά του προσπαθώντας να δραπευτεύσει από τον μεγαλύτερό του εχθρό, εκείνον που αντικρύζει κάθε φορά που κοιτάζεται στον καθρέφτη.
Τα Xριστούγεννα είναι ένας εμπορικός μύθος. Κάποτε, είμαι σχεδόν σίγουρη, πως ήταν ένας πνευματικός μεταφυσικός μύθος. Ένας μύθος που σε προσκαλούσε να τον ερμηνεύσεις όπως εσύ ένιωθες. Τώρα οι περισσότεροι δε νιώθουν. Απλά καταναλώνουν μηχανικά γιατί έτσι τους έχουν πει. Τα Xριστούγεννα ισούνται με δώρα, δώρα ακριβά, δώρα τυλιγμένα σε κόκκινο ιλουστρασιόν χαρτί με καμπανούλες, γιρλάντες και χρυσαφί κορδέλα. Και χρειάζεται να πάρεις αυτό το δώρο γιατί το δώρο σημαίνει αγάπη και εσύ, όπως σου έχουν πει, τα Xριστούγεννα πρέπει ο-π-ω-σ-δ-ή-π-ο-τ-ε να δείξεις την αγάπη σου στους άλλους μόνο με δώρα.
Στο διήγημά του ‘Τα κυκλικά ερείπια’ ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες μιλάει για έναν μάγο που ήθελε να ονειρευτεί στην ύπαρξη έναν άλλον άνθρωπο μόνο και μόνο για να καταλάβει στο τέλος πως και εκείνος ήταν το όνειρο κάποιου άλλου.
Τον τελευταίο καιρό πολλές φορές κι εγώ αναρωτιέμαι αν ο κόσμος μας είναι το όνειρο ενός αγγέλου, ενός δαίμονα, ενός θεού πέρα από αγγέλους και δαίμονες και ποιος άραγε τους έχει ονειρευτεί πρώτα προτού ονειρευτούν εκείνοι εμάς.
Ήταν μία ηλιόλουστη ημέρα, η πρώτη ημέρα της άνοιξης και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που έμελλε να συμβεί. Το μικρό χωριό, στους πρόποδες του βουνού, φαινόταν να καλοδέχεται τη δροσερή ανοιξιάτικη πνοή μετά τη βαριά ανάσα του χειμώνα.
Ένας χωρικός, έξω στην αυλή του σπιτιού του, έκοβε ξύλα για το τζάκι. ‘Ολη του η προσοχή ήταν στραμμένη στο σωρό από κούτσουρα που ήταν διασκορπισμένα τριγύρω. Έσυρε το πιο κοντινό μπροστά του και έπιασε το τσεκούρι. Ετοιμαζόταν να το υψώσει με φόρα στον αέρα όταν ξαφνικά πάγωσε. Οι τρίχες στο σβέρκο του ορθώθηκαν και μία ανατριχίλα διαπέρασε όλο του το σώμα. Κοίταξε τριγύρω αλλά δεν υπήρχε κανείς. Κι όμως, αυτή η αίσθηση πως κάτι ζοφερό πλησίαζε γινόταν όλο και πιο έντονη. Πήρε μια βαθιά ανάσα. “Τρελαίνομαι”, σκέφτηκε. “Χάνω τα λογικά μου”.
Έσφιξε το τσεκούρι, οι κλειδώσεις του άσπρισαν επάνω στη λαβή. Ετοιμάστηκε πάλι να το σηκώσει όταν με την άκρη του ματιού του είδε μία μορφή προς τα αριστερά, μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού. Γύρισε αργά το κεφάλι και τα μάτια του γούρλωσαν.
Έξω από την πόρτα της αυλής στεκόταν ένας μεγάλος ροζ ελέφαντας. Ο χωρικός ξεροκατάπιε. Δεν είχε ακούσει καν το ογκώδες θηλαστικό να πλησιάζει. Ήταν σαν να είχε εμφανιστεί από το πουθενά. Το ζώο τον κοιτούσε ήρεμα, δε φαινόταν να έχει επιθετικές διαθέσεις, αλλά αυτό που τρόμαξε τον άντρα ήταν το βλέμμα του. Είχε κάτι το περίεργο, ανατριχιαστικό.Έμοιαζε… έμοιαζε σχεδόν ανθρώπινο. Ήταν το βλέμμα ενός ανθρώπου που περιμένει, προσδοκά.
Σύμφωνα με τους παλαιούς, τους σοφούς και εκείνους που ‘γνωρίζουν’ υπάρχει ένα μέρος που όλοι αναζητούμε, κάποιοι βρίσκουμε και κάποιοι φεύγουν απ’ αυτή τη ζωή χωρίς να το έχουν βρει ποτέ και γυρίζουν ξανά για να το ψάξουν πάλι. Για κάθε έναν έχει διαφορετικό όνομα. Είναι εκείνο το μέρος όπου αγαλιάζει η ψυχή και καταλαβαίνεις πως εδώ επιτέλους είναι το σωστό σημείο, εδώ μπορείς να αγκυροβολήσεις και να ατενίσεις χωρίς φόβο τις τρικυμίες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Υπάρχει λοιπόν μία ιστορία που λέει πως κάποτε ήταν ένα ζευγάρι νέων. Ζούσαν σε μία μεγαλούπολη και μόλις είχαν παντρευτεί. Πάσχιζαν να βρουν τον δρόμο τους και να ορθοποδήσουν μέσα σε αντίξοες συνθήκες, δουλεύοντας ώρες ατελείωτες στο εργοστάσιο. Πέρασε κάμποσος καιρός μέχρι να καταλάβουν πως η καθημερινότητα στη μεγάλη πόλη είναι απάνθρωπη. Σε αποξενώνει, σε εξαθλιώνει και στο τέλος σε αποκτηνώνει. Αποφάσισαν λοιπόν να επιστρέψουν σε έναν πιο φυσικό και οργανικό τρόπο ζωής. Έψαχναν να βρουν αυτό που αποκαλούσαν “την κοιλάδα του φεγγαριού”. Με αυτό το όραμα στην καρδιά ξεκίνησαν για ένα ταξίδι γεμάτο δυσκολίες και περιπέτειες ώσπου στο τέλος βρήκαν αυτό που έψαχναν. Η κοιλάδα τους περίμενε λουσμένη στο φως της πανσελήνου. Μόλις την αντίκρυσαν, ήξεραν ότι είχαν βρει τον τόπο τους, το αραξοβόλι τους.
Ένας και μισός χρόνος έχει περάσει από την τελευταία φορά που έγραψα για το ‘The right 2 write’. Από τότε δε θεωρώ πως έχω γράψει κάτι που να έχει σκοπό και μία αίσθηση συνέχειας.
Είναι αρχές 2023 και η γυναίκα που γράφει τώρα δε βουτά στα ίδια υπαρξιακά νερά με πριν ενάμιση χρόνο. Τότε νόμιζε πως είχε ερωτευθεί. Τώρα χαμογελά με κατανόηση στον εαυτό της, όταν φέρνει στον νου εκείνη την ανάμνηση. Δεν είναι επίσης η ίδια γυναίκα με πριν έναν χρόνο. Τότε νόμιζε πως είχε βρει ‘τη φυλή’ της. Τώρα ξέρει πως τους δικούς της ανθρώπους, τα αδέλφια της καρδιάς δεν τα βρίσκει με το να είναι η αιώνια καλή, βολική, έτοιμη να στρογγυλέψει τις γωνίες της για να μην τρομάξει τους τριγύρω ή γιατί πιστεύει ότι θα τρομάξει τους τριγύρω. Εν τέλει δεν έχει καμία διαφορά. Τους πραγματικούς συνοδοιπόρους οποιασδήποτε μορφής ή χρονικής διάρκειας τους βρίσκουμε με το να μοιραζόμαστε εκείνο που πραγματικά είμαστε και όχι τις επιφάσεις μας.
Κάπου κάπως κάποτε (σύμφωνα με τον αστικό μύθο) ένας άνθρωπος περπατούσε ξέγνοιαστος σ’ έναν μεγάλο εμπορικό δρόμο της Ελλάδας. Ίσως την Ερμού, δεν είμαι σίγουρη καθόσον ο αστικός μύθος έχει περάσει από χιλιάδες στόματα και δυσκολεύομαι να εντοπίσω την αρχή της προέλευσής του. Καθώς λοιπόν βάδιζε, μπορεί και σιγοτραγουδώντας, του ήρθε μία κατακέφαλη επιφοίτηση με τη μορφή μεγάλης διαφημιστικής ταμπέλας που μάλλον δεν ήταν γερά τοποθετημένη στις βάσεις της. Δε γνωρίζω τι είδους προϊόν διαφήμιζε η ταμπέλα αλλά ξέρω πως ο άνθρωπος δεν επιβίωσε από τη συνάντηση μαζί της.
Τι ακριβώς θέλω να πω με αυτό; Όχι πάντως να αποφεύγετε τους εμπορικούς δρόμους και να κοιτάτε ψηλά για ουρανοκατέβετες ταμπέλες. Ούτως ή άλλως αυτή την περίοδο, όπου όλα είναι κλειστά και οι διαφημίσεις δυσεύρετες, δύσκολα θα σας συμβεί κάτι παρόμοιο. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι, όπως ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο στη ζωή μας, το ίδιο ισχύει και για την αβεβαιότητα.
Να σας πω μια ιστορία; Ή καλύτερα, να σας πω ένα παραμύθι; Ξέρετε, σαν αυτά που μας λέγανε παιδιά, όταν ακούγαμε για τον ειδεχθή λύκο που ετοιμαζόταν να καταβροχθίσει την κοκκινοσκουφίτσα και λουφάζαμε τρομαγμένα στην αγκαλιά της μητέρας μας; Ένα τέτοιο παραμύθι είναι και το δικό μου μόνο που τα τέρατα στη δική μου ιστορία έχουν όλα ανθρώπινη μορφή. Διαβάστε το με προσοχή και ελπίζω να μην τρομάξετε γιατί δεν ξέρω κατά πόσον έχετε εύκαιρη τριγύρω την αγκαλιά της μητέρα σας για να λουφάξετε.
Ήταν λοιπόν κάποτε ένα μικρό βασίλειο γεμάτο φυσικές ομορφιές. Με ατελείωτες πεδιάδες, πανύψηλα βουνά, ορμητικά ποτάμια και γαλάζιες θάλασσες όπου το κύμα έσκαγε σε αμμουδερές ακρογιαλιές και οι άνθρωποι, που είχαν την τύχη να ζουν εκεί, ήταν συνήθως χαμογελαστοί. Λέμε συνήθως γιατί υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες που κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί. Βλέπετε, παρότι το βασίλειο αύξανε διαρκώς τους φόρους του δεν κατόρθωνε να αναστρέψει το αρνητικό ισοζύγιο της οικονομίας του και βρισκόταν μονίμως χρεωμένο. Χρεωμένο στην Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία στην οποία υπάγονταν όλα τα βασίλεια εκείνης της εποχής. Το σύνολο λοιπόν αυτών των βασιλικών οφειλών μετακυλούσε στους υπηκόους που βαρυγκομούσαν και απορούσαν. Γιατί ποτέ αυτό το άτιμο χρέος δε φαινόταν να μειώνεται έστω και λιγουλάκι;