Η Γουίλι,η μαύρη θερμαστής από το Τζιμπουτί, όταν απ’τη βάρδια της τη βραδινή σχολούσε…δεν έκανε τίποτα. Πήγαινε φουριόζα στην καμπίνα της και κλεινόταν γλήγορα μέσα. Βλέπετε, ήταν η μία και μοναδική γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο κλάδο, σε ένα ανδροκρατούμενο πλοίο και αυτό της προξενούσε πολλά και ποικίλα προβλήματα.
(περισσότερα…)-
Η ταινία ξεκινά κατευθείαν, χωρίς τίτλους έναρξης. Μία νεαρή κοπέλα γύρω στα 20 εμφανίζεται στη μεγάλη οθόνη. Μιλά με μία άλλη μεγαλύτερη γυναίκα, τη μητέρα της. Διχάζεται ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενες πλευρές, διστάζει να πάρει μία απόφαση. Η μητέρα της της μιλά γλυκά, ήπια, κάθεται δίπλα της και την αγκαλιάζει τρυφερά από τους ώμους. Η κοπέλα σκύβει, κρύβει το πρόσωπό της στα χέρια της και κλαίει με λυγμούς. Η μητέρα της την κρατά υπομονετικά με στοργή. Κάποια στιγμή η νεαρή γυναίκα σταματά να κλαίει. Γυρίζει, κοιτάζει τη μητέρα της με βουρκωμένα μάτια και με αποφασιστικότητα της απομακρύνει απαλά το χέρι. Έπειτα σηκώνεται και με αργό αλλά σταθερό βήμα βγαίνει από το δωμάτιο δίχως να γυρίσει πίσω της. Η ηλικιωμένη γυναίκα παραμένει πίσω με βουβή θλίψη να κοιτάζει την πόρτα που μόλις έχει διαβεί η κόρη της χωρίς γυρισμό.
-
“Ξυπνα, ξύπνα, ξύπνα…”
Νιώθει σα να πέφτει από ύψος με ιλλιγιώδη ταχύτητα. Ανοίγει απότομα τα μάτια της. Τα πάντα γυρίζουν, δεν μπορει να καταλάβει ακόμα που βρίσκεται. Ξανακλείνει τα μάτια, παίρνει μια βαθιά ανάσα και τα ανοίγει πάλι. Σιγά σιγά ο κόσμος γύρω της αρχίζει να σταθεροποιείται. Η πρώτη της αίσθηση είναι κάτι μαλακό και απαλό. Βρίσκεται χωμένη σε μία άνετη βελούδινη πολυθρόνα, τα χέρια της κουρνιασμένα, στηρίζονται στα πλαϊνά του καθίσματος. Κοιτάζει φοβισμένα μπροστά της, δεξιά, αριστερά, στρέφει αργά το κεφάλι προς τα πίσω. Ο φωτισμός είναι πολύ χαμηλός και μπορεί μόνο να διακρίνει καθίσματα πανομοιότυπα με το δικό της προς όλες τις κατευθύνεις. Ατέλειωτες σειρές καθισμάτων απλώνονται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι της και χάνονται μέσα στο μισοσκόταδο. Αισθάνεται ανατριχίλα και δεν ξέρει αν είναι από την κρύα ατμόσφαιρα της χωρίς σύνορα αίθουσας ή από το φόβο που έχει γραπώσει το στήθος της.
(περισσότερα…) -
Την είδε ξαφνικά μπροστά της ένα μελαγχολικό πρωί Δευτέρας, όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της για να βγει να πετάξει τα σκουπίδια. Βρισκόταν ακριβώς έξω από την είσοδο και επειδή δεν την είχε αντιληφθεί παραλίγο να πέσει επάνω της. Ήταν μία μαύρη μπάλα αλλά δεν έμοιαζε με καμία από τις μπάλες που είχε δει στη ζωή της. Φαινόταν ομοιόμορφη χωρίς όμως να είναι λεία. Έσκυψε λίγο για να τη δει καλύτερα. Δεν μπορούσε να καταλάβει από τι ήταν κατασκευασμένη αλλά, πράγμα πολύ περίεργο, της έδινε την αίσθηση ότι απορροφούσε το φώς.
Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να την αγγίξει γιατί κάτι την είχε τρομάξει τόσο πολύ που αισθάνθηκε μία ανατριχίλα να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της. Αυτή η μπάλα φαινόταν σα να έχει δική της ζωή και ενώ φαινομενικά έδειχνε ακίνητη παρατηρώντας την προσεκτικά είχε την αίσθηση ότι παλλόταν ανεπαίσθητα σαν κάτι να πάσχιζε να ξεπηδήσει από μέσα της. Την κλώτσησε απότομα για να την απομακρύνει και ξαναμπήκε σπίτι της. Ξαφνικά ο κόσμος της φαινόταν περισσότερο εχθρικός από ότι συνήθως. Αποφάσισε να αναβάλει την επίσκεψη στον κάδο απορριμάτων για κάμποσες ώρες.
-
Ένας ελαφρύς χτύπος ακούστηκε στην πόρτα του ιατρείου. Ο γιατρός αναστέναξε κουρασμένα. Τον τελευταίο μήνα η εισροή ασθενών είχε αυξηθεί κατακόρυφα. Χρειαζόταν κι ο ίδιος λίγη ξεκούραση και διακοπές επειγόντως.
“Εμπρός” είπε με την ήρεμη κατευναστική του φωνή. Η πόρτα άνοιξε δειλά δειλά και πρόβαλε ένας νεαρός άνθρωπος ο οποίος φαινόταν να βρίσκεται σε άθλια κατάσταση.
“Καλησπέρα, γιατρέ” είπε και προχώρησε τρεκλίζοντας προς το εσωτερικό του ιατρείου. Ήταν κάτισχνος και ανέπνεε με δυσκολία.
Ο γιατρός τον κοίταξε με ένα βλέμμα όλο συμπόνοια. “Περάστε, καθίστε”.
Ο νεαρός προχώρησε με δυσκολία σα να βάδιζε σε κινούμενη άμμο και κάθισε στην καρέκλα μπροστά από το γραφείου του γιατρού. “Ορίστε οι εξετάσεις μου” είπε και άφησε με μία ξέπνοη κίνηση ένα μάτσο χαρτιά επάνω στο γραφείο.
Ο γιατρός τις πήρε στα χέρια του και τις κοίταξε προσεκτικά. Μετά αναστέναξε πάλι. Άλλος ένας λοιπόν. “Από ότι βλέπω εδώ όλοι οι δείκτες σας έχουν πιάσει κόκκινο”.
“Ναι, γιατρέ, και κανείς δεν ξέρει ποια είναι η αιτία”.
(περισσότερα…) -
Κάποιος μου τραβά βίαια το μαντήλι από τα μάτια. Ο χαμηλός φωτισμός στην αρχή με τυφλώνει. Ακούω ένα υπόκωφο βουητό από φωνές. Το οπτικό μου πεδίο σιγά σιγά καθαρίζει. Επιτέλους βλέπω που είμαι. Είναι ένας κλειστός κακοφωτισμένος χώρος σαν άδεια αποθήκη από αυτές που υπάρχουν κατά χιλιάδες στις πιο βρωμερές συνοικίες του κέντρου της πόλης. Δεξιά μου και αριστερά μου είναι οι δύο ανέκφραστοι κουστουμαρισμένοι τύποι που με απήγαγαν λίγη ώρα πριν από το σπίτι μου, μέσα από το υπνοδωμάτιό μου την ώρα που κοιμόμουν. Με απείλησαν πως αν βγάλω τον παραμικρό ήχο θα το μετανιώσω. Κατόπιν μου έδεσαν τα μάτια με ένα μαντήλι, και να ‘μαι τώρα εδώ σε αυτό το καταγώγιο χωρίς να γνωρίζω το λόγο.
-
Κάπου εκεί στον Άλιμο…
Υπάρχει ένα πάρκο που μαζεύεται κόσμος πολύς. Γονείς με τα παιδιά τους, σκύλοι με τα αφεντικά τους, ξέμπαρκοι τρελοί, ηλικιωμένοι που πάνε στα ΚΑΠΗ. Ανάμεσα στο συμφερτό υπάρχει και μία ιδιαίτερη φυλή. Τους βλέπει κανείς νωρίς νωρίς τα πρωινά, κάθονται στα παγκάκια του αιθρίου. Δεν έρχονται όλοι μαζί. Ένας ένας καταφθάνουν και αράζουνε εκεί. Όλοι κάποιας ηλικίας, ταλαιπωρημένοι και ρυπαροί. Ο τελευταίος και ο πιο ρυπαρός που έρχεται να συμπληρώσει την ομάδα είναι και ο αρχηγός. Τους φέρνει να διαβάζουν παλαιές εφημερίδες. Ποιος ξέρει τι να βλέπουν σε αυτές. Τα νέα, τις αγγελίες, τα μνημόσυνα ή τις κηδείες; Αφού ψευτοδιαβάσουν και ψευτοκουβεντιάσουν, ξεκινούν την αποστολή. Ο πρώτος σηκώνεται θαρρετά και πάει σε έναν περιφραγμένο χώρο όπου παίζουν μερικές φορές παιδιά. Κοιτάζει γύρω γύρω δήθεν διακριτικά, μυρίζει τον αέρα και επιλέγει την αγαπημένη του μεριά. Συνήθως είναι από του φράχτη τη μέσα την πλευρά. Στέκεται εκεί περήφανα και τον αμολά περίτρανα. (περισσότερα…)
-
Όταν έφτασα στο νησί το πρώτο πράγμα που ήθελα να δω ήταν το σπίτι που μεγάλωσες. Το θαύμασα από απόσταση. Μένανε άλλοι τώρα. Μπήκανε όταν φύγατε διωγμένοι ουσιαστικά από το στρατό. Σπίτια, αμπέλια, χωράφια, τίποτα δεν έμεινε στην οικογένειά σου. Μέσα σε μία νύχτα αλλάξανε όλα χέρια. Ένα ολάκερο βιος εξανεμίστηκε, παρασύρθηκε στα βάθη της Ιμβριώτικης θάλασσας.
-
Ήταν ένα μικρό κακάδι που ήταν αταξίδευτο. Αλλά έμελλε να μην παραμείνει για πάντα έτσι. Μόνιμος κάτοικος για έτη πολλά μίας μεγάλης, άνετης ηλιοκαμένης μύτης απολάμβανε την κακαδίστική του ύπαρξη στο ασφαλές υγρό περιβάλλον πίσω από το δεξί ρουθούνι που τον φιλοξενούσε. Δεν ήθελε και πολλά στη ζωή του το κακάδι μας. Του έφτανε να είναι προστατευμένο στη μικρή του υγρή συνοικία. Και αν βαριότανε λιγάκι έκανε ταξιδάκι αναψυχής στην άκρη του ρουθουνιού για να χαζέψει τη θέα από το προσωπικό του μπαλκόνι. Από εκεί έριχνε κλεφτές ματιές στον έξω κόσμο και όταν χόρταινε από το οφθαλμόλουτρο των ανθρώπινων πλασμάτων, επέστρεφε στο καταφύγιό του για να ξεκουραστεί και να ανακτήσει δυνάμεις.