
Ήταν εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι Σαββάτου όπου έμελλε να έρθουν τα πάνω κάτω στην πολιτική ορθότητα της ζωής μου. Αφοσιωμένη πάνω σε ένα κείμενο, που προσπαθούσα να ολοκληρώσω, στην αρχή δεν κατάλαβα καν τις σφυριές ώσπου συνειδητοποίησα πως χτυπούσα το πόδι μου στο ρυθμό των εκκωφαντικών σφυροκοπημάτων.Ένα, δύο, πάμε. Ωπ! Η αυτοσυγκέντρωση και η έμπνευση έκαναν φτερά από το παράθυρο την ίδια ώρα που έμπαινε το beat από τα μεσημεριανά μερεμέτια των από πάνω.
“Όχι, ρε πούστη μου!”ξέφώνισα και έπιασα το πόδι μου για να σταματήσει να κινείται αναρχοαυτόνομα στο μισητό ρυθμό. Αμέσως σηκώθηκα και ετοιμαζόμουν να πάω να διαμαρτυρηθώ όταν μία ανεπαίσθητη κίνηση από τα δεξιά μου με πάγωσε στη θέση μου. Ο καναπές φαινόταν σα να είχε αποκτήσει ζωή και τα κρόσια του καλύμματος που κρέμονταν στις άκρες του κουνιόνταν φρενιασμένα. “Σεισμός” σκέφτηκα “και ξεκινά από τον καναπέ. Καλά μου έλεγαν όσοι έχουν καθίσει επάνω του πως είναι σεισμόπληκτος!” Προτού όμως ολοκληρώσω τη σκέψη μου ένα κεφαλάκι ξεπρόβαλε δειλά δειλά κάτω από το ετοιμόρροπο έπιπλο ενώ τα κρόσια βολεύτηκαν επάνω στα μαλλιά του σαν αυτοσχέδιο στέμμα.
(περισσότερα…)