Πριν λίγους μήνες ήρθε πάλι να με επισκεφτεί ένας παλιός καλός φίλος. Άρχισε να μου χτυπάει την πόρτα αλλά εγώ δεν ήθελα να μπει. “Φεύγα”, του είπα. “Δε θέλω να είσαι εδώ”. Όμως, όπως κάθε φορά, δε με άκουσε και σύρθηκε κάτω από τη αναθεματισμένη χαραματιά, που πάντα λέω πως θα φτιάξω και ποτέ δεν κάνω, τρυπώνοντας στην καρδιά μου. Το κενό με είχε πάλι κυριεύσει και θα με αποχαιρετούσε μετά από λίγες εβδομάδες.
Συνήθως έρχεται κατά τη διάρκεια των εορτών όταν όλοι υποτίθεται πως είναι χαρούμενοι και έτοιμοι να κατακυριεύσουν τον κόσμο ξεκινώντας από το πολυκατάστημα της περιοχής τους. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα ευτυχίας, επίπλαστη ή όχι, έρχεται και κάθεται τούμπα γωνία με τις παιδικές μου αναμνήσεις. Ποτέ δε θυμάμαι να έχω περάσει ευτυχισμένες γιορτές με το νόημα και τη χαρουμενιά που έβλεπα σε άλλους. Από τότε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα είναι σα να έρχονται για να ξύσουν εκείνη την παλιά κακοφορμισμένη πληγή.