Ήταν ένα μικρό κακάδι που ήταν αταξίδευτο. Αλλά έμελλε να μην παραμείνει για πάντα έτσι. Μόνιμος κάτοικος για έτη πολλά μίας μεγάλης, άνετης ηλιοκαμένης μύτης απολάμβανε την κακαδίστική του ύπαρξη στο ασφαλές υγρό περιβάλλον πίσω από το δεξί ρουθούνι που τον φιλοξενούσε. Δεν ήθελε και πολλά στη ζωή του το κακάδι μας. Του έφτανε να είναι προστατευμένο στη μικρή του υγρή συνοικία. Και αν βαριότανε λιγάκι έκανε ταξιδάκι αναψυχής στην άκρη του ρουθουνιού για να χαζέψει τη θέα από το προσωπικό του μπαλκόνι. Από εκεί έριχνε κλεφτές ματιές στον έξω κόσμο και όταν χόρταινε από το οφθαλμόλουτρο των ανθρώπινων πλασμάτων, επέστρεφε στο καταφύγιό του για να ξεκουραστεί και να ανακτήσει δυνάμεις.
Ήρθε όμως εκείνη η αποφράδα ημέρα που το πεπρωμένο έσπρωξε το μικρό κακάδι στη σκληρή πραγματικότητα της εκτός μύτης ζωής με τον πιο σκληρό τρόπο. Ήταν ένα από αυτά τα αφόρητα καυτά καλοκαιριάτικα μεσημέρια. Το κακάδι μας ήταν απόλυτα χαλαρωμένο, σχεδόν νταγκλαρισμένο θα έλεγε κανείς από τον ζεστό αέρα που έμπαινε σε κάθε εισπνοή από τα ρουθούνια. Χυμένος ο ήρωας μας στο κάτω μέρος της ευρύχωρης μύτης αποφάσισε να κάνει άλλη μια βόλτα στην άκρη του ρουθουνοσπιτιού του μήπως εκεί έβρισκε λίγη περισσότερη δροσιά. Το κακόμοιρο ζεσταινόταν τόσο πολύ που κόντευε να λιώσει και να ξαναγυρίσει στην πρωταρχική του ουσία, τη μύξα.
Η επιτόπου όμως έρευνα έδεξε πως τα πράγματα εκεί έξω ήταν μάλλον χειρότερα από το εσωτερικό της μύτης. Η ζέστη, αν ήταν δυνατόν, άγγιζε τα όρια της παράνοιας και το μόνο που μπόρεσε να δει το κακάδι μας σήμερα ήταν ελάχιστοι άνθρωποι που έρχονταν στη γνωστή γωνία της Πανεπιστημίου για να αγοράσουν κουλούρια Θεσσαλονίκης από τον ξενιστή του, ο οποίος ήταν κουλουρτζής. Το κακάδι όμως ζεσταινόταν τόσο πολύ που έκανε την αψήφιστη επιλογή να χώσει το κεφαλάκι του λίγο έξω από το ρουθούνι, κίνηση που εκ των υστέρων κατάλαβε πως υπήρξε μοιραία. Αλλά ας μην προτρέχουμε…
O κυρ Γιάννης ο Τσακνιάς, ο κουλουρτζής, προσπαθούσε να βρει λίγη δροσιά στη σκιά που είχε βάλει το καρότσι με τα κουλούρια του αλλά εις μάτην. Η ΕΜΥ είχει προβλέψει πως ο καύσωνας θα διαρκούσε μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Η ζέστη αφόρητη, ο ιδρώτας πολύς, οι εισπράξεις πενιχρές. Ανυπομονούσε να έρθει η ώρα για να αποχωρήσει από το πόστο του και να γυρίσει σπίτι παρέα με μία εξάδα μπίρες. Απλές μικρές χαρές της ζωής που απολάμβανε όσο πιο συχνά μπορούσε. Μέχρι τότε όμως θα παρέμενε κολλημένος σε αυτή τη γωνία προσπαθώντας να πουλήσει τα κουλούρια του.
Ξάφνου αισθάνθηκε μία ενόχληση στη μύτη του και συγκεκριμένα στο δεξί ρουθούνι. Κατάλαβε αμέσως τι είναι αλλά δεν ήθελε να προβεί σε δραστικά μέτρα μπροστά στους διερχόμενους περαστικούς. Δε θα έκανε καλό στη δουλειά να τον αντιληφθεί κάποιος. Η αλήθεια βέβαια ήταν πως γούσταρε απερίγραπτα να ξύνει τη μύτη του και ιδίως μετά να τρώει τα κακάδια αλλά τώρα κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά παράτολμο. Αποφάσισε λοιπόν να αγνοήσει την εντονότατη παρόρμηση και να προσποιηθεί πως τίποτα δε συνέβαινε.
Άντεξε γύρω στα δέκα λεπτά. Το χέρι του τον έτρωγε με σχεδόν επώδυνο τρόπο να κάνει την παρακινδυνευμένη ανασκαφή. Έριξε μια ματιά γύρω του. Δε φαινόταν κανένας να τον προσέχει. Ναι, τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή να ικανοποιήσει την ανομολόγητή του επιθυμία. Δεν ήθελε να το αναβάλει άλλο. Ήταν ασυγκράτητος! Με αστραπιαίες κινήσεις έβαλε τον χοντρό βρώμικό του δείχτη στο δεξί του ρουθούνι και τράβηξε βίαια το κακάδι που τον ταλάνιζε τόση ώρα. Η στιγμή που το αισθάνθηκε να κολλά στο δάχτυλό του και γνωρίζοντας τι θα επακολουθούσε μετά ήταν αρκετά για να του προκαλέσουν μία απότομη στύση. Πάντα η αναμονή πριν την κατάποση ήταν η αγαπημένη του στιγμή.
Αλίμονο όμως, ο Μέρφι και ο νόμος του αποδείχθηκαν ακόμα μία φορά αλάνθαστοι και ο συγχρονισμός μοιραίος. Το δευτερόλεπτο εκείνο που ετοιμαζόταν να περάσει από τη σκέψη στην αηδιαστική πράξη είδε από το απέναντι πεζοδρόμιο έναν από τους τακτικούς του πελάτες να περιμένει να ανάψει το φανάρι για να διασχίσει το δρόμο και να έρθει προς το μέρος του. “Όχι, τώρα!” σκέφτηκε. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε και η στύση του όσο γρήγορα είχε εμφανιστεί τόσο γρήγορα έγινε μπουχός. Προλάβαινε άραγε να απολαύσει τη γεύση της πρόσφατης ανασκαφής του; Κι όμως, όχι!! Το φανάρι είχε ήδη ανάψει πράσινο και ο πελάτης ερχόταν με μεγάλους δρασκελισμούς προς το μέρος του. Ο χρόνος και η μοίρα δεν ήταν με το μέρος του σήμερα, ας το έπαιρνε απόφαση. Με μία διακριτικά καμουφλαρισμένη, ως τίναγμα των χεριών από τη σκόνη, κίνηση το πολυπόθητο κακάδι εκτινάχθηκε προς άγνωστη κατεύθυνση με τον κυρ Γιάννη να βλαστημά ασύστολα από μέσα του ενώ ταυτοχρόνως χαμογελούσε όλο λατρεία στον άνθρωπο που ερχόταν να αγοράσει κουλούρι. Ήταν πάλι έτοιμος να εξυπηρετήσει.
Το μικρό κακάδι έπαθε το σοκ της ζωής του όταν αισθάνθηκε τη δαχτύλα του κουλουρτζή να το ξεριζώνει σχεδόν από το προστατευμένο του μέρος και δευτερόλεπτα μετά να το εκτινάσσει στον αέρα. Προτού καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί είχε προσγειωθεί, ευτυχώς μαλακά, σε ένα από κουλούρια που βρίσκονταν μέσα στο πανέρι του ξενιστή του. Δεν πρόλαβε όμως να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Μία λαβίδα εμφανίστηκε από ψηλά (μην ήταν το χέρι του θεού;) και εγκλώβισε το κουλούρι με τις δύο του δαγκάνες. Έπειτα το έβαλε γλήγορα γλήγορα σε ένα μικρό χάρτινο σακουλάκι με το κακάδι αγκιστρωμένο επάνω σε ένα κομματάκι σουσάμι να ξεκινά ταξίδι προς το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.
End of Part 1. To be continued…