Η ταινία ξεκινά κατευθείαν, χωρίς τίτλους έναρξης. Μία νεαρή κοπέλα γύρω στα 20 εμφανίζεται στη μεγάλη οθόνη. Μιλά με μία άλλη μεγαλύτερη γυναίκα, τη μητέρα της. Διχάζεται ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενες πλευρές, διστάζει να πάρει μία απόφαση. Η μητέρα της της μιλά γλυκά, ήπια, κάθεται δίπλα της και την αγκαλιάζει τρυφερά από τους ώμους. Η κοπέλα σκύβει, κρύβει το πρόσωπό της στα χέρια της και κλαίει με λυγμούς. Η μητέρα της την κρατά υπομονετικά με στοργή. Κάποια στιγμή η νεαρή γυναίκα σταματά να κλαίει. Γυρίζει, κοιτάζει τη μητέρα της με βουρκωμένα μάτια και με αποφασιστικότητα της απομακρύνει απαλά το χέρι. Έπειτα σηκώνεται και με αργό αλλά σταθερό βήμα βγαίνει από το δωμάτιο δίχως να γυρίσει πίσω της. Η ηλικιωμένη γυναίκα παραμένει πίσω με βουβή θλίψη να κοιτάζει την πόρτα που μόλις έχει διαβεί η κόρη της χωρίς γυρισμό.
Η οθόνη συνεχίζει να ίπταται πάνω από τα καθίσματα αλλά δεν το προσέχει πλέον. Είναι τόσο απορροφημένη από αυτό που παρακολουθεί. Δεν ξέρει πόση ώρα παρακολουθεί την ταινία. Έχει χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Το σώμα της τρέμει από το κρύο και τη χαμηλή θερμοκρασία που φαίνεται να επικρατεί στην απεριόριστη αίθουσα αλλά δε τη νοιάζει. Λίγο λίγο νιώθει τα πέπλα της αμνησίας να παραμερίζουν καθώς η αλήθεια των γεγονότων που βλέπει στην οθόνη την κατακλύζει.
Η νεαρή πρωταγωνίστρια και η ιστορία που ξεδιπλώνεται μπροστά στην οθόνη είναι η δική της ιστορία. Η συνειδητοποίηση είναι σκληρή γιατί γνωρίζει από πριν ποιο θα είναι το τέλος. Συγκρατεί ένα λυγμό καθώς επανέρχονται σιγά σιγά στο μυαλό της οι τελευταίες αναμνήσεις της ζωής της. Η εγκατάλειψη της οικογένειάς της, η ολοκληρωτική της εξάρτηση από έναν άντρα που την κακοποιούσε σωματικά και ψυχικά χωρίς να έχει τη δύναμη να ξεφύγει, η επώδυνη…
Οι σκέψεις της διακόπτονται απότομα από έναν ξαφνικό θόρυβο μέσα από την αίθουσα. Ο μυστηριώδης ξένος, ο μοναδικός άλλος θεατής της προβολής, έχει σηκώσει ψηλά το δεξί του χέρι και έχει χτυπήσει δυνατά τα δάχτυλα του. Τα φώτα ανάβουν. Η προβολή έχει απότομα σταματήσει σαν ο άγνωστος να πάτησε έναν αόρατο διακόπτη. Τον κοιτάζει τρομαγμένη καθώς σηκώνεται και κατευθύνεται προς το μέρος της. Το παρουσιαστικό του της θυμίζει νεκρώσιμη ακολουθία και κόλυβα. Είναι αφύσικα ψηλός και αδύνατος με έντονα ζυγωματικά. Το πρόσωπό του είναι υπερβολικά μακρόστενο και τα μάτια του φαίνονται σα να είναι χωμένα μέσα στις κόγχες τους. Αυτό όμως που είναι το πιο φρικιαστικό από όλα είναι η χλωμάδα του δέρματός του. Μοιάζει με πτώμα που έχει παραμείνει πολύ καιρό στην κατάψυξη του νεκροτομείου και το μαύρο κουστούμι που φορά τονίζει ακόμα περισσότερο αυτή την αφύσικη λευκότητα της επιδερμίδας του. Τώρα έχει πλησιάσει τόσο κοντά της που σχεδόν νιώθει την παγωμένη του ανάσα. Ο άντρας στέκεται όρθιος από πάνω της και την κοιτάζει με βαθιά θλίψη.
“Αυτή τη φορά βλέπω ότι επέλεξες ένα ακόμα πιο μελοδραματικό σενάριο”. Αναστενάζει με απογοήτευση. “Ποιος ξέρει…Ίσως φταίνε όλα αυτά τα φτηνά αισθηματικά μυθιστορήματα που σου άρεσε να διαβάζεις. Σίγουρα πάντως έχουν κάνει τη δική μου δουλειά ακόμα πιο δύσκολη.” Η γυναίκα του αντιγυρίζει το βλέμμα αποσβολωμένη. Φοβάται αλλά η περιέργειά της είναι μεγαλύτερη από το φόβο της. Θέλει να μάθει. “Τι εννοείς;” του απαντά. ” Για αυτό δεν είμαι εδώ; Για να δω και να κάνω απολογισμό της ζωής μου; Για ποια σενάρια μιλάς; Τι είναι αυτό το μέρος και κυρίως ποιος είσαι εσύ;”