Πάντοτε θαύμαζα ανθρώπους σαν την Έλεν Κέλερ που, παρότι δεν μπορούσε να μιλήσει, κατάφερε να ακουστεί σε όλη την ανθρωπότητα και η πραγματική της φωνή, αυτή που δεν περιορίζεται σε φωνητικούς φθόγγους, να επηρεάσει αναρίθμητες ζωές. Παρόλες τις αντιξοότητες, θεωρητικά υπεράνθρωπες, αυτοί οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να υπερβούν τις αντικειμενικές συνθήκες και να αλλάξουν το ρου της ιστορίας προς το καλύτερο.
Η ρομαντική μου πλευρά, αυτή που διάβαζε στη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας στενάζοντας τη Γέφυρα των Στεναγμών και τον Κόμη του Μόντε Κρίστο, αισθάνεται ευγνώμων για αυτό. Αυτή η πλευρά μου λοιπόν, που τελικά είναι αρκετά ισχυρή, τους βλέπει σα φάρους έμπνευσης που μπορούν να με καθοδηγήσουν, μέσα από τη θαλασσοταραχή και τις τρικυμίες της πεζής καθημερινότητας με τα άφθονα realities και τις τρομολαγνικές ειδήσεις, στο απάνεμο λιμάνι της πραγματικής δημιουργικής έκφρασης.
Είναι σα να έχουν θέσει μία πορεία που μπορώ ξεκάθαρα να διακρίνω με τον διακαή πόθο πως ίσως κάποια ημέρα να έχω κάνει έστω το ένα εκατοστό από αυτόν το δύσβατο δρόμο και να αφήσω ένα θετικό αποτύπωμα σε αυτό τον πλανήτη προτού του πω “adios muchacho” “ ή “Ηasta la vista”. Αυτό το τελευταίο εξαρτάται από τον αν θα χρειαστεί να επιστρέψω για να συνεχίσω να γράφω με την ελπίδα ότι έστω και 200 χρόνια μετά σας πείσω να σταματήσετε να βλέπετε Master Chef που είμαι σίγουρη ότι θα παρουσιάζεται και στις κοινωνίες του μέλλοντος. Η βλακεία είναι ανίκητη και η αποχαύνωση επίσης.
Παρότι γεννήθηκα προικισμένη με το δώρο της ηχητικής φωνής για πάρα πολλά χρόνια θεωρούσα πως είναι ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος στον οποίο ποτέ κανείς δε θα δώσει σημασία. Η φωνή μου δεν είχε σημασία, εγώ δεν είχα σημασία και ότι και αν έκανα ποτέ δε θα άλλαζε κάτι.
Θυμάμαι όταν ήμουν γύρω στα δέκα έγραψα ένα μικρό διήγημα. Το έδειξα όλο περηφάνεια στον πατέρα μου, καθόσον ήμουν πάντα και το κοριτσάκι του μπαμπά. Μου είπε “Μπράβο!” και με παρότρυνε να συνεχίσω να γράφω. Έπειτα η μητέρα μου με είδε να κρατάω το τετράδιο και ζήτησε να δει κι εκείνη τι είχα γράψει. Μου το επέστρεψε γελώντας κοροϊδευτικά και με τη φράση “Τι σαχλαμάρα είναι αυτή”. Δεν ήμουν το κοριτσάκι της μαμάς και όφειλα να πληρώσω. Με τη φωνή μου. Δεν ήταν μόνο αυτό το περιστατικό που με έπεισε ότι καλό είναι να σωπάσω για να μη με πληγώνουν. Υπήρξαν αναρίθμητα άλλα που καθένα έβαλε κι ένα μικρό λιθαράκι για να χτιστεί το τείχος πίσω από το οποίο κρύφτηκα. Πέρασαν δεκαετίες μέχρι να γράψω πάλι κάτι άλλο πέρα από ακαδημαϊκά κείμενα και ακόμα περισσότερα χρόνια μέχρι να βρω τη δύναμη να δημοσιοποιήσω αυτά τα κείμενα.
Το οικογενειακό μας περιβάλλον είναι ο μικρόκοσμος στον οποίο μαθαίνουμε να λειτουργούμε ή αρκετά συχνά να δυσλειτουργούμε. Οι πληγές που ανοίγουν εκεί, συνήθως παραμένουν ανοιχτές, χαίνουσες και τριγυρνάμε πληγωμένοι στον εξωτερικό κόσμο προσπαθώντας να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει και γιατί αισθανόμαστε χαμένοι, έρμαιο των τρομακτικών συνθηκών που μας περιβάλλουν.
Κάπως έτσι ήμουν κι εγώ και ένα μέρος μου, βέβαια, εξακολουθεί να φοβάται. Απλά έχω φροντίσει να δυναμώσω το υπόλοιπό μου μέρος, εκείνο που διψά να εκφραστεί. Για πάρα πολύ καιρό πίστευα πως η φωνή μου είναι αδύναμη αλλά ποτέ δεν την έχασα εντελώς. Συνέχισα να γράφω, ατομικά, προσωπικά. Για όλα αυτά τα χρόνια που θεωρούσα πως ήμουν φτερό στον άνεμο κατέγραφα τις σκέψεις μου σε ημερολόγιο. Έχω γεμίσει τόνους ημερολογιακών καταχωρήσεων που ανέλυαν τον κόσμο γύρω μου, τον κόσμο μέσα μου. Και κάπως έτσι μπόρεσα να διασώσω τη φωνή μου έστω και σαν ανεπαίσθητο ίχνος.
Θυμάμαι στο πανεπιστήμιο, ένα περιβάλλον όπου και εκεί κουβάλησα αυτό που θεωρούσα το δυσλειτουργικό μου εαυτό, την ώρα των παραδόσεων ζωγράφιζα συχνά στο έδρανο το πρόσωπο από την Κραυγή του Μουνκ. Ο συγκεκριμένος πίνακας μου είχε γίνει εμμονή. Μάλλον γιατί ταυτιζόμουν. Τόσο καταπιεσμένη ήμουν, τόσες φωνές είχαν παραμείνει φυλακισμένες μέσα μου που αισθανόμουν την ανάγκη να αρχίσω να ουρλιάζω δίχως σταματημό.
Παρόλα αυτά συνέχισα να γράφω στα ημερολόγιά μου για όλα αυτά για τα οποία ήθελα να ουρλιάξω και ακόμα δεν τολμούσα. Μέχρι που ήρθαν τα κοινωνικά δίκτυα. Ναι, ανήκω στη Generation X που μεγαλώσαμε με Φιλαράκια και δίχως Facebook. Το Facebook ήρθε μετά σαν καθυστερημένος τεχνολογικός οργασμός. Ω, τι κόσμος, μπαμπά!
Tα κοινωνικά δίκτυα, ιδίως το Facebook και το Twitter που τα χρησιμοποιώ περισσότερο, είναι, παρόλα τα εξόφθαλμα αρνητικά τους στοιχεία, χρήσιμα σαν εργαλεία. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως κανείς θελήσει. Είτε για να εκφραστεί και να επικοινωνήσει τις ιδέες, απόψεις, συναισθήματά του, είτε για να μας πείσει ότι ζει μία γαμάτη ζωή που συνοδεύεται από καθημερινά ανοίγματα σαμπάνιας και αιθέριες υπάρξεις, τραγουδώντας trap δίπλα στην πισίνα. Σιγά, βρε dude, μας έπεισες. Απ’ όλα αυτά παραμερίζω τη αθέμιτη χρήση προσωπικών στοιχείων που οι CEO αυτών των εταιρειών αξιοποιούν κατά το δικό τους δοκούν και συνεχίζω γιατί θα γράψω κάποια στιγμή στο μέλλον για την ασύδοτη εκμετάλλευση των προσωπικών μας στοιχείων.
Δειλά δειλά άρχισα να γράφω μερικά σύντομα κείμενα. Κι έπειτα ήρθαν κι άλλα κείμενα. Κύλησαν λίγα χρόνια έτσι. Μια μέρα πριν αρκετό καιρό, σε μια παρέα, μια φίλη που με διάβαζε συστηματικά μου είπε πως η γραφή είναι η δύναμή μου, η κλίση μου. Έμεινα άναυδη. Μέχρι τότε δεν το είχα καν σκεφτεί. Από τα δέκα μου χρόνια και μετά, παρότι συνέχισα να γράφω ανελλιπώς το έκανα γιατί αισθανόμουν την ανάγκη, το έκανα γιατί κάπως ήθελα να βγάλω προς τα έξω τη φωνή μου, έστω κι αν αυτό το έξω ήταν οι σελίδες ενός ημερολογίου. Δεν είχα καν διανοηθεί πως μπορεί να έχω μία κλίση στο να γράφω.
Σιγά σιγά αναθάρρησα. Έφτιαξα σελίδα στο Facebook αποκλειστικά για αυτό. Δημιούργησα το δικό μου προσωπικό blog. Τα παράτησα, λιγοψύχισα και με αφορμή ένα θέμα υγείας που μου παρουσιάστηκε και με οδήγησε στο να τα κάνω επάνω μου, αναθεώρησα τα πάντα και το ξανάπιασα με μεγαλύτερη ορμή.
Αυτό το κείμενο είναι δημιούργημα της φωνής μου. Αυτές οι γραμμές που διαβάζεις τούτη εδώ τη στιγμή, αγαπητέ αναγνώστη, είναι μία μικρή κατάθεση ψυχής. Είναι ο τρόπος μου να δηλώσω την παρουσία μου μέσα σε ένα ατελείωτο σύμπαν τρόμων και θαυμάτων. Είναι το δώρο της ύπαρξης σε εμένα που θέλω να το επιστρέψω πίσω στους άλλους δυναμώνοντάς τους και δυναμώνοντας κι εμένα.
Οι φωνές μας είναι εδώ για να ακουστούν. Είναι εδω για να ταράξουν, για να αλλάξουν τον κόσμο κι όταν θα έχουμε φύγει, να φύγουμε με την πεποίθηση ότι η παρουσία μας έβαλε έστω κι ένα μικρό λιθαράκι σε αυτό το τεράστιο οικοδόμημα του είδους μας. Ένα λιθαράκι που ελπίζουμε να μας πάει προς τα εμπρός, να κάνει μία διαφορά έστω και ανεπαίσθητη.
Οι φωνές μας είναι δώρα. Και ξέρω πως σε πολλούς οι φωνές έχουν καταπιεστεί, έχουν καταπνιγεί πίσω από τυραννικούς γονείς και έχουν φιμωθεί μέσα από απαιτητικές επαγγελματικές σταδιοδρομίες και εξοντωτικές οικογενειακές υποχρεώσεις.
Τι γίνεται όμως με τη δική σου φωνή, αγαπητέ αναγνώστη; Πως ακριβώς θες να ουρλιάξεις στον κόσμο “Είμαι εδώ, ακούστε την κραυγή μου;” Θες να το κάνεις γράφοντας αλλά δεν προλαβαίνεις γιατί η δουλειά σου απαιτεί να είσαι εκεί 25 ώρες το 24ωρο; Θες να παίξεις στο θέατρο αλλά φοβάσαι να το κάνεις γιατί πια είσαι μία σύζυγος και μητέρα που θεωρεί ότι η ζωή της περικλείεται μέσα στους τέσσερις τοίχους της οικογενειακής θαλπωρής/φυλακής; Θες να πιάσεις μία κιθάρα και να επιδοθείς σε τρελό headbanging παίζοντας Black Sabbath αλλά είσαι ένας αξιοσέβαστος καριερίστας και τέλος πάντων τι θα πει η κοινωνία για εσένα; Frak it! Fuck it! Είναι η καλύτερη fucking συμβουλή που μπορώ να σου δώσω. Η κοινωνία θα χαρεί να τσαλακωθείς, πίστεψέ με! Από τη μία οι κακεντρεχείς θα ευχαριστηθούν γιατί θα έχουν με κάτι να ασχολούνται, είτε αυτό είναι ο καριερίστας που έβαλε μπλουζάκι “Manowar” και τρέχει να παίζει σε συναυλίες, είτε η σύζυγος και μητέρα που αποφάσισε στην ηλικία των 40+, 50+ να ανέβει στο σανίδι και να ερμηνεύσει Ίψεν. Όλοι οι υπόλοιποι θα ευχαριστηθούν επίσης βλέποντας ανθρώπους να ικανοποιούν τα όνειρα που είχαν βάλει στο ντουλάπι εδώ και δεκαετίες. Πολλοί πιθανόν να εμπνευστούν για να κάνουν το ίδιο.
Στις 7 Μαΐου του 2020 ένας άνθρωπος πέθανε μετά από 323 ημέρες απεργίας πείνας. Ο μουσικός Ιμπραήμ Γκιοκτσέκ διεκδίκησε το δικαίωμα στην ανεμπόδιστη έκφρασή του μέχρι το τέλος. Τόσο σημαντικό είναι το δικαίωμα της έκφρασης που όταν στο στερούν είναι κυριολεκτικά σα να σου στερούν το οξυγόνο. Ο Γκιοκτσέκ πέθανε για να μπορούμε οι υπόλοιποι να μιλάμε ελεύθερα με τη δημιουργική μας φωνή. Βγες λοιπόν έξω και ούρλιαξε με τον τρόπο σου στον κόσμο. Μη φοβάσαι, είμαστε πολλοί εκεί μαζί σου.