Κάποιος μου τραβά βίαια το μαντήλι από τα μάτια. Ο χαμηλός φωτισμός στην αρχή με τυφλώνει. Ακούω ένα υπόκωφο βουητό από φωνές. Το οπτικό μου πεδίο σιγά σιγά καθαρίζει. Επιτέλους βλέπω που είμαι. Είναι ένας κλειστός κακοφωτισμένος χώρος σαν άδεια αποθήκη από αυτές που υπάρχουν κατά χιλιάδες στις πιο βρωμερές συνοικίες του κέντρου της πόλης. Δεξιά μου και αριστερά μου είναι οι δύο ανέκφραστοι κουστουμαρισμένοι τύποι που με απήγαγαν λίγη ώρα πριν από το σπίτι μου, μέσα από το υπνοδωμάτιό μου την ώρα που κοιμόμουν. Με απείλησαν πως αν βγάλω τον παραμικρό ήχο θα το μετανιώσω. Κατόπιν μου έδεσαν τα μάτια με ένα μαντήλι, και να ‘μαι τώρα εδώ σε αυτό το καταγώγιο χωρίς να γνωρίζω το λόγο.
Οι ανέκφραστοι φρουροί μου με σπρώχνουν να καθίσω με το ζόρι σε μία ξεχαρβαλωμένη καρέκλα από αυτές που κοσμούν τα καφενεία που συχνάζουν οι ηλικιωμένοι για κονιάκ και πρέφα. Αγωνίζομαι να καταλάβω τι συμβαίνει. Με την περιφερειακή μου όραση αντιλαμβάνομαι κινητικότητα πίσω από εμένα. Γυρίζω απότομα το κεφάλι και βλέπω ρυπαρούς, ρακένδυτους ανθρώπους με πεινασμένο περιπαιχτικό βλέμμα να στριμώχνονται σε ξύλινους πάγκους σα να περιμένουν να ξεκινήσει η απογευματινή παράσταση του τσίρκου. Σιγοψιθυρίζουν και γελούν ενώ παρατηρώ μερικούς να με δείχνουν όλο αγένεια με τα βρωμερά τους δάκτυλα σα να είμαι κάποιους είδους φρικιό, σαν αυτά που επιδεικνύονταν από τα περιφερόμενα σόου φρίκης που αλώνιζαν όλη την επαρχία στα μισά του περασμένου αιώνα. Δείτε τη γυναίκα με τη μυθική γενειάδα και τα τρία μάτια! Δείτε τον ταλαίπωρο εργαζόμενο που απήχθη και προσήχθη βιαίως σε μία βρωμερή τρύπα!
Ένας δυνατός κρότος με κάνει να αναπηδήσω στη σαραβαλιασμένη μου καρέκλα και να κοιτάξω ευθεία μπροστά. Βλέπω ένα δικαστικό έδρανο να καλύπτει το χώρο που πριν λίγο ήταν άδειος. Στο έδρανο κάθεται ένας δικαστής κρατώντας το σφυρί που μόλις είχε χρησιμοποιήσει για να τραβήξει την προσοχή των παρισταμένων. Από που είχε ξεπηδήσει αυτός πάλι; Η όλη κατάσταση με κάνει να έχω αρχίσει να αμφιβάλλω για τα λογικά μου. Προσπαθώ να σηκωθώ αλλά οι δύο άγρυπνοι πλαϊνοί φρουροί μου με μία ανεπαίσθητη κίνηση των μυώδων τους χεριών με σπρώχνουν πάλι προς τα κάτω, στη θέση μου. Ο δικαστής ξαναχτυπά το σφυρί με ορμή στο έδρανο. “Ησυχία στο ακροατήριο” κραυγάζει με στριγγή φωνή πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά που κάνουν τα γουρλωτά του μάτια να μοιάζουν με εντόμου. Φοράει ένα φτηνό μαύρο κουστούμι και ένα μοναχικό τσουλούφι στολίζει το κατά τ’ άλλα γυμνό του κρανίο.
Προσπαθώ να μιλήσω, να διαμαρτυρηθώ αφού οι φύλακές μου δε με αφήνουν να κινηθώ, αλλά ο δικαστής με προλαβαίνει συνοφρυωμένος. “Δεν έχεις δικαίωμα να μιλήσεις, κατηγορούμενε, παρά μόνο μετά το πέρας της διαδικασίας”. Χτυπάει για τρίτη φορά το σφυρί και φωνάζει κοκκινίζοντας από την ένταση. “Ησυχία, επιτέλους, να ξεκινήσει η διαδικασία, ειδάλλως θα σας πετάξω όλους έξω!”. Νεκρική σιγή απλώνεται στο ακροατήριο μπροστά στην επικείμενη απειλή. Ο δικαστής, κατακόκκινος ακόμα, φτιάχνει εκνευρισμένος την ταλαιπωρημένη του γραβάτα. Δοκιμάζω πάλι να μιλήσω αλλά…Αγγίζω έκπληκτος το λαιμό μου. Δεν μπορώ να βγάλω τον παραμικρό ήχο. Προσπαθώ πάλι αλλά το μόνο που καταφέρνω είναι κάποια υπόκωφα μουγκρητά. Βρίσκομαι στο απόλυτο έλεος αυτής της παρανοϊκής παράστασης που βλέπω να διαδραματίζεται μπροστά μου χωρίς να μπορώ να κάνω το παραμικρό.
Ο δικαστής γυρίζει σε εμένα. “Κατηγορούμενε, τα στοιχεία αποδεικνύουν πως είσαι ένοχος πέρα από κάθε αμφιβολία. Νομίζω πως όλοι εδώ μέσα συμφωνούμε επί του προκειμένου.” “Ένοχος, ένοχος” ακούω σκόρπιες κραυγές από το ρακένδυτο ακροατήριο που είχε ήρθε να παρακολουθήσει την κατά πως φαίνεται ανακοίνωση της καταδίκης μου. “Ένοχος για τι;” θέλω να ρωτήσω αλλά μου είναι αδύνατο να εκστομίσω και το παραμικρό φωνήεν. Καταρρέω αποδυναμωμένος στην σαραβαλιασμένη μου καρέκλα.
Το σφυρί ακούγεται και πάλι. “Ησυχία!!!” φωνάζει ο δικαστής/έντομο. Ταραγμένος ακόμα που αναγκάζεται να υψώνει κάθε λίγο και λιγάκι τη στριγγή του τη φωνή συνεχίζει γυρίζοντας πάλι σε εμένα. “Κατηγορούμενε, ήρθε η ώρα να σου ανακοινώσω την τιμωρία σου”. “Βοήθεια!” θέλω να κραυγάσω αλλά η φωνή μου δε βοηθά. Ανοιγοκλείνω το στόμα μου άσκοπα χωρίς αποτέλεσμα. Τι βάρβαρη τιμωρία με περιμένει από αυτό το αυτοσχέδιο λαϊκό δικαστήριο/παρωδία; Αισθάνομαι τελείως ανυπεράσπιστος, στο έλεος αυτού του ρακένδυτου όχλου που περιμένει να ακούσει με κομμένη την ανάσα την καταδίκη μου.
“Κατηγορούμενε,” συνεχίζει βλοσυρός ο δικαστής “καταδικάζεσαι να χρησιμοποιείς καθημερινά το μετρό στις 07.30 το πρωί. Καταδικάζεσαι να εργάζεσαι σε ένα υπόγειο γραφείο οκτώ ώρες κάθε ημέρα βάζοντας σφραγίδες και υπογράφοντας έγγραφα. Καταδικάζεσαι να περνάς τον υπόλοιπο χρόνο σου σε ένα μικρό ανήλιαγο διαμέρισμα βλέποντας τηλεόραση. Καταδικάζεσαι να επισκέπτεσαι την εφορία και συγκεκριμένα το τμήμα του κώδικα για προσωπικές σου υποθέσεις μία φορά το μήνα και να παραμένεις εκεί για τουλάχιστον τέσσερις ώρες”.
Κάθε πρόταση του δικαστή είναι σα βουρδουλιά πάνω στην πλάτη μου που αφήνει βαθιές πληγές. Μου κόβεται η ανάσα. “Δε μπορεί να συμβαίνει αυτό!” σκέφτημαι. “Ποιος αντέχει τέτοια τιμωρία;” Μου φαίνεται σαν καθημερινή θανατική καταδίκη χωρίς τη λύτρωση του θανάτου. Ο τρόμος με γραπώνει με τα αιχμηρά του νύχια κι όμως, ταυτόχρονα, κάτι φαίνεται να μην ταιριάζει απόλυτα σε όλα αυτά. Κάτι γυροφέρνει στις παρυφές της συνείδησής μου αλλά δεν μπορώ να το κατανοήσω ακόμα πλήρως. Ξάφνου ένα κλικ γίνεται μέσα μου και αισθάνομαι μία απόλυτη εσωτερική ακινητοποίηση. Τότε καταλαβαίνω και συνειδητοποιώ τα πάντα ξεκάθαρα.
Αυτή είναι η δική μου η ζωή. Κάθε μέρα παίρνω το μετρό στις 07.30 και πηγαίνω στην εργασία μου στο Υπουργείο, εκεί κάτω στο ανήλιαγο υπόγειο. Γυρίζω το απόγευμα στο μικρό μου θορυβώδες διαμέρισμα και βλέπω τηλεόραση μέχρι το βράδυ, περιμένοντας απλά να περάσει η μέρα. Συχνά πυκνά αναγκάζομαι να πηγαίνω στην εφορία στο τμήμα του κώδικα για να τακτοποιώ προσωπικές μου υποθέσεις και η αναμονή ξεπερνά τις περισσότερες φορές το τετράωρο. Η ύπαρξή μου είναι μια καθημερινή κόλαση που μόλις τώρα αντιλαμβάνομαι, σαν υπνωτισμένος που ξυπνά μετά από πολλά χρόνια.
“Κατηγορούμενε, με ακούς;” Ο δικαστής σκύβει πάνω από το έδρανο κοιτώντας με διαπεραστικά πίσω από τις γυαλούμπες του. “Αυτή είναι η τιμωρία σου. Θα διαρκέσει για το υπόλοιπο της ζωής σου. Δεν έχεις δικαίωμα έφεσης, ούτε αναστολής της καταδίκης.” Έξαλλα χειροκροτήματα ακούγονται από το ακροατήριο των χαμάληδων. Με έχει λούσει κρύος ιδρώτας και όλο μου το σώμα τρέμει αλλά ακόμα δεν μπορώ να μιλήσω. Το σφυρί χτυπά στο έδρανο για τελευταία φορά. “Ησυχία στο ακροατήριο! Η ακροαματική διαδικασία έχει τελειώσει. Κατηγορούμενε, είσαι πλέον ελεύθερος να μιλήσεις.”
Αισθάνομαι ένα βάρος που με πλάκωνε μέχρι τώρα στο λαιμό να εξαφανίζεται. Μπορώ πλέον να μιλήσω. Θέλω να φωνάξω, να ζητήσω χάρη, να πω πως πλέον κατάλαβα, πως θα αλλάξω. Ανοίγω το στόμα μου αλλά το μόνο που βγαίνει είναι ένας λυγμός. Σηκώνομαι όρθιος τρεκλίζοντας γιατί ξέρω πως δεν υπάρχει επιστροφή. Η καταδίκη δε μπορεί να αλλάξει. Θα με ακολουθεί ως το τέλος της ζωής μου. Θέλω να ξυπνήσω από αυτό τον τρομερό εφιάλτη αλλά είναι μάταιο. Από αυτό το όνειρο δε θα ξυπνήσω ποτέ ξανά. Τα πόδια μου δε με κρατάνε και χωρίς να το καταλάβω τα γόνατά μου λυγίζουν και βρίσκομαι γονατιστός με τα χέρια δεμένα σε στάση ικεσίας. Τα μάτια μου είναι γεμάτα δάκρυα και η φωνή μου βγαίνει σπασμένη αλλά τουλάχιστον τώρα μπορώ να μιλήσω. “Έλεος! Έλεος! Ζητώ έλεος!” Σκύβω και ακουμπώ το κεφάλι μου στο λιγδιασμένο δάπεδο. “Έλεος” συνέχιζω να λέω ανάμεσα στα αναφιλητά μου ελπίζοντας πια μόνο σε ένα θαύμα.