Την είδε ξαφνικά μπροστά της ένα μελαγχολικό πρωί Δευτέρας, όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της για να βγει να πετάξει τα σκουπίδια. Βρισκόταν ακριβώς έξω από την είσοδο και επειδή δεν την είχε αντιληφθεί παραλίγο να πέσει επάνω της. Ήταν μία μαύρη μπάλα αλλά δεν έμοιαζε με καμία από τις μπάλες που είχε δει στη ζωή της. Φαινόταν ομοιόμορφη χωρίς όμως να είναι λεία. Έσκυψε λίγο για να τη δει καλύτερα. Δεν μπορούσε να καταλάβει από τι ήταν κατασκευασμένη αλλά, πράγμα πολύ περίεργο, της έδινε την αίσθηση ότι απορροφούσε το φώς.
Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να την αγγίξει γιατί κάτι την είχε τρομάξει τόσο πολύ που αισθάνθηκε μία ανατριχίλα να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της. Αυτή η μπάλα φαινόταν σα να έχει δική της ζωή και ενώ φαινομενικά έδειχνε ακίνητη παρατηρώντας την προσεκτικά είχε την αίσθηση ότι παλλόταν ανεπαίσθητα σαν κάτι να πάσχιζε να ξεπηδήσει από μέσα της. Την κλώτσησε απότομα για να την απομακρύνει και ξαναμπήκε σπίτι της. Ξαφνικά ο κόσμος της φαινόταν περισσότερο εχθρικός από ότι συνήθως. Αποφάσισε να αναβάλει την επίσκεψη στον κάδο απορριμάτων για κάμποσες ώρες.
Το ίδιο βράδυ συγκέντρωσε όλο της το θάρρος και αποφάσισε να ανοίξει πάλι την πόρτα του σπιτιού της και να πετάξει επιτέλους τα σκουπίδια που είχαν αρχίσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους μέσω της έντονης δυσωδίας. Γενικά τον τελευταίο καιρό απέφευγε να βγαίνει έξω από το σπίτι της εκτός και αν ήταν αναγκασμένη. Το σπίτι της ήταν το καταφύγιό της και οτιδήποτε έξω από αυτό, εχθρικό περιβάλλον που απειλούσε να την καταστρέψει. Έβγαινε μόνο καταναγκαστικά για να πετάξει τα σκουπίδια της νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ όταν οι πιθανότητες να έρθει σε επαφή με άλλους ανθρώπους είχαν μειωθεί στο ελάχιστο.
Άνοιξε ξανά την πόρτα και…η μπάλα ήταν πάλι εκεί. Στην ίδια θέση σα να προσδοκούσε να της δοθεί η άδεια να μπει μέσα. Της κόπηκε η ανάσα. Η σφαίρα, γιατί δεν μπορούσε να την αποκαλεί μπάλα πλέον, φαινόταν να πάλλεται σαν ένας ζωντανός μικροοργανισμός που ετοιμάζεται να επιτεθεί. Τρόμος την κατέκλυσε και αισθάνθηκε να μουδιάζει από την κορφή έως τα νύχια γιατί είχε πλέον καταλάβει.
Η σφαίρα ήταν μία τελεία. Δεν ήξερε πως το είχε καταλάβει αλλά το γνώριζε πέρα από κάθε αμφιβολία. Η τελεία αυτή, ο παλλόμενος οργανισμός στο κατώφλι του σπιτιού της, η απόλυτη προσωποποίηση του τέλους είχε έρθει για να τη βρει. Δεν μπορούσε να ξεφύγει. Το ήξερε πολύ καλά. Απέμενε μόνο να επιλέξει το πως θα δεχόταν το αναπόφευκτο τέλος. Την απόλυτη τελεία.
Μάζεψε όλα τα αποθέματα κουράγιου που ένιωθε. Γέλασε από μέσα της για το φόβο της. Τι φοβόταν άλλωστε; Όλα αυτά τα χρόνια δε ζούσε ούτως ή άλλως. Ήταν μια ζωντανή νεκρή. Απλά τώρα είχε έρθει το τέλος μόνο του να τη βρει. Και σκόπευε να το δεχτεί με όλη της την αξιοπρέπεια.
Παραμέρισε στην είσοδο όπως κάνει κάθε καλός οικοδεσπότης όταν κάνει χώρο για να μπει ο επισκέπτης. “Έλα λοιπόν!” πρόφερε με δυνατή φωνή. “Είμαι έτοιμη!”
Η σφαίρα ανταποκρίθηκε άμεσα στο κάλεσμα. Τινάχθηκε με δύναμη και προσγειώθηκε με τόση ορμή στο στήθος της που την έριξε κάτω. Ζαλίστηκε στην αρχή από την πτώση αλλά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ένιωσε να την κατακλύζει η απόλυτη παγωνιά του τέλους. Της κόπηκε η ανάσα από το ψύχος. Η σφαίρα γινόταν ένα με αυτήν. Η παγωνιά έμπαινε στο σώμα της και το κυρίευε. Μην αντέχοντας άλλο την οδύνη έχασε τις αισθήσεις της και με την τελευταία της σκέψη προσευχήθηκε να βρεθεί σε έναν καλύτερο κόσμο από αυτόν που ένιωθε ότι άφηνε.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν ανέκτησε πάλι τις αισθήσεις της. Ο ήλιος ξεπρόβαλε δειλά πίσω από την κορφή του βουνού. Άνοιξε τα μάτια της και πήρε μια βαθειά ανάσα. Αισθανόταν αποπροσανατολισμένη. Στηρίχτηκε στους αγκώνες της και κοίταξε τριγύρω. Βρισκόταν ακόμα μέσα στο σπίτι της. Η σφαίρα είχε εξαφανιστεί. Είχε εξαφανιστεί μέσα της.
Σηκώθηκε αργά τρεκλίζοντας. Είχε αφήσει το τέλος να μπει μέσα της. Δεν ήταν νεκρή κι όμως είχε πεθάνει. Το ένιωθε τώρα με όλο της το είναι. Ένα μέρος της είχε πεθάνει και ένα άλλο φαινόταν σιγά σιγά να αναδύεται. Πήγε σιγά σιγά προς το νεροχύτη και έβαλε ένα ποτήρι νερό να πιει. Διψούσε τόσο πολύ! Όταν ήπιε την πρώτη γουλιά συνειδητοποίησε πως η δίψα της υπήρχε εδώ και πάρα πολύ καιρό αλλά την αγνοούσε. Τι υπέροχη που ήταν η αίσθηση του νερού καθώς έμπαινε μέσα στο σώμα της!
Ένιωσε την ανάγκη να βγει έξω στο μπαλκόνι και να απολαύσει την ανατολή, κάτι που δεν είχε κάνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και έγειρε επάνω στα κάγκελα. Το κοκκινοχρυσαφί χρώμα που έβγαινε σιγά σιγά πίσω από το βουνό τη γέμισε αγαλίαση και νοσταλγία. Η θλίψη ήταν ακόμα εκεί αλλά μία σχισμή είχε δημιουργηθεί που γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Και αυτό το νεογέννητο κομμάτι του εαυτού της που βρισκόταν μέσα στη σχισμή αισθανόταν το φως του ήλιου να τη ζεσταίνει και να τη γεμίζει ελπίδα.