Σύμφωνα με τους παλαιούς, τους σοφούς και εκείνους που ‘γνωρίζουν’ υπάρχει ένα μέρος που όλοι αναζητούμε, κάποιοι βρίσκουμε και κάποιοι φεύγουν απ’ αυτή τη ζωή χωρίς να το έχουν βρει ποτέ και γυρίζουν ξανά για να το ψάξουν πάλι. Για κάθε έναν έχει διαφορετικό όνομα. Είναι εκείνο το μέρος όπου αγαλιάζει η ψυχή και καταλαβαίνεις πως εδώ επιτέλους είναι το σωστό σημείο, εδώ μπορείς να αγκυροβολήσεις και να ατενίσεις χωρίς φόβο τις τρικυμίες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Υπάρχει λοιπόν μία ιστορία που λέει πως κάποτε ήταν ένα ζευγάρι νέων. Ζούσαν σε μία μεγαλούπολη και μόλις είχαν παντρευτεί. Πάσχιζαν να βρουν τον δρόμο τους και να ορθοποδήσουν μέσα σε αντίξοες συνθήκες, δουλεύοντας ώρες ατελείωτες στο εργοστάσιο. Πέρασε κάμποσος καιρός μέχρι να καταλάβουν πως η καθημερινότητα στη μεγάλη πόλη είναι απάνθρωπη. Σε αποξενώνει, σε εξαθλιώνει και στο τέλος σε αποκτηνώνει. Αποφάσισαν λοιπόν να επιστρέψουν σε έναν πιο φυσικό και οργανικό τρόπο ζωής. Έψαχναν να βρουν αυτό που αποκαλούσαν “την κοιλάδα του φεγγαριού”. Με αυτό το όραμα στην καρδιά ξεκίνησαν για ένα ταξίδι γεμάτο δυσκολίες και περιπέτειες ώσπου στο τέλος βρήκαν αυτό που έψαχναν. Η κοιλάδα τους περίμενε λουσμένη στο φως της πανσελήνου. Μόλις την αντίκρυσαν, ήξεραν ότι είχαν βρει τον τόπο τους, το αραξοβόλι τους.
Θα μπορούσε να είναι ένας μύθος τόσο ωραία που είναι αυτή η ιστορία. Είναι όμως ένα μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον. Το είχα διαβάσει πριν πολύ καιρό και πάντα αναρωτιόμουν πως να είναι αυτή η κοιλάδα του φεγγαριού. Πως να είναι αυτό το μέρος που ‘ξέρεις’ στα τρίσβαθα της ψυχής σου ότι εδώ ανήκεις; Κι εγώ, όπως τόσοι άλλοι, την αναζητώ χρόνια πολλά.
Αν με ρωτούσες μέχρι πριν λίγους μήνες θα σου έλεγα πως η κοιλάδα βρίσκεται κάπου εκεί έξω, με περιμένει, μου στέλνει κρυφά μηνύματα μέσα από τα όνειρά μου για να την βρω κι εγώ είμαι ακόμα εδώ, στη μυρμηγκούπολη. Τώρα τελευταία όμως έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι αν η κοιλάδα του φεγγαριού είναι ένα εσωτερικό τοπίο, μέρος του ψυχισμού που διεκδικεί το μερίδιό του στη ζωή μου. Μέσα σ’ αυτή τη διάθεση φυγής / απόδρασης από την αστική καθημερινότητα ζω διάφορες καταστάσεις που με κάνουν να πιστεύω πως η κοιλάδα μου θέλει πρώτα να την ανακαλύψω εσωτερικά και έπειτα να τη βιώσω έξω, στον κόσμο των φαινομένων.
Πριν λίγες ημέρες ένας άνθρωπος μου μοιράστηκε την προσωπική του εμπειρία απώλειας. Όταν κλείσαμε αυτή τη συζήτησα και τράβηξα τον δρόμο μου ένιωθα σαν να είχα αλλάξει. Δεν ήταν μόνο η αίσθηση του πόνου που βίωσα κι εγώ μέσα από τον άλλον. Αυτό που με ταρακούνησε ήταν το πως δεχόταν την απώλεια. Ο τρόπος της είχε μία σοφή αποδοχή του κύκλου της ζωής.
Πρώτη φορά στη ζωή μου αισθανόμουν στο πετσί μου πόσο σοφός είναι αυτός ο κύκλος, πόσο μαγικός και πλήρης. Επώδυνος αλλά και θαυμαστός. Κατάλαβα ότι το μυστικό είναι να μπορώ να κρατήσω μέσα μου αυτές τις δύο φαινομενικά διαφορετικές οπτικές, τη θλίψη και το δέος, χωρίς η μία να θέλει να καταστρέψει την άλλη. Να έχω τη δύναμη να δεχτώ αυτό που δεν αλλάζει αλλά να νιώθω και ευγνωμοσύνη για τη ζωή και το μεγαλείο της.
Η συνειδητοποίηση του άρρηκτου κύκλου με ‘διεύρυνε’ σφαιρικά. Αισθανόμουν θλιμμένη αλλά συνάμα ένιωθα γαλήνη και αποδοχή. Μέσα απ’ αυτή την αλχημική ένωση των αντιθέτων, άρχισα να μεταλλάσσω τον τρόπο με τον οποίο είχα βιώσει όλες μου τις μέχρι τώρα απώλειες, να τις επαναπροσδιορίζω. Και δε μιλάω μόνο για τον βιολογικό θάνατο ενός άλλου ανθρώπου, αλλά και τους άλλους, καθημερινούς μικρούς μου θανάτους.
Αυτή η συναίσθηση με ‘άνοιξε’ τόσο πολύ που άρχισα να αντιλαμβάνομαι και τα ερεθίσματα τριγύρω μου πιο έντονα και σε μεγαλύτερο βάθος απ’ ότι συνήθως. Η γκρίζα άχρωμη πόλη γέμισε κρυφές ομορφιές. Οι άνθρωποι, ακόμα και οι άγνωστοι περαστικοί, μου τραβούσαν το ενδιαφέρον. Ένιωθα πως ρίχνοντάς τους ένα βλέμμα μπορούσα να κρυφοκοιτάξω λίγο την ψυχή τους. Τα συνήθη μέρη παρουσίαζαν τώρα απρόσμενη γοητεία. Το κοντάρι μιας σημαίας που κροτάλιζε στο πέρασμα του αέρα έγινε μουσική, η περαστική γάτα με το πολύχρωμο τρίχωμα εικαστική πανδαισία, το θρόισμα των φύλλων ενός δέντρου μυστικιστικό κάλεσμα.
Σε μία πόλη που με μια πρώτη ματιά φαίνεται μίζερη, απάνθρωπη και γκρίζα, βρήκα απρόσμενα τη μαγεία. ‘Η κοιλάδα του φεγγαριού’ ανοίγεται σιγά σιγά μέσα μου. Όπως όμως όλα τα εύφορα και φιλόξενα μέρη χρειάζεται φροντίδα, αγάπη και προστασία από εισβολείς, καταπατητές και κάθε είδους ‘ζιζάνιο’. Ξέρω ότι η κοιλάδα είναι πάντα εκεί για όλους μας και περιμένει να την ανακαλύψουμε. Και ανάλογα με το που βρισκόμαστε στη ζωή μπορεί να είναι μία ανάσα ή έτη φωτός μακριά. Μέχρι που αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, να έρθει να μας βρει.
Art created by Midjourney AI