Κάποιος μου τραβά βίαια το μαντήλι από τα μάτια. Ο χαμηλός φωτισμός στην αρχή με τυφλώνει. Ακούω ένα υπόκωφο βουητό από φωνές. Το οπτικό μου πεδίο σιγά σιγά καθαρίζει. Επιτέλους βλέπω που είμαι. Είναι ένας κλειστός κακοφωτισμένος χώρος σαν άδεια αποθήκη από αυτές που υπάρχουν κατά χιλιάδες στις πιο βρωμερές συνοικίες του κέντρου της πόλης. Δεξιά μου και αριστερά μου είναι οι δύο ανέκφραστοι κουστουμαρισμένοι τύποι που με απήγαγαν λίγη ώρα πριν από το σπίτι μου, μέσα από το υπνοδωμάτιό μου την ώρα που κοιμόμουν. Με απείλησαν πως αν βγάλω τον παραμικρό ήχο θα το μετανιώσω. Κατόπιν μου έδεσαν τα μάτια με ένα μαντήλι, και να ‘μαι τώρα εδώ σε αυτό το καταγώγιο χωρίς να γνωρίζω το λόγο.
Ιστορίες
-
-
Κάπου εκεί στον Άλιμο…
Υπάρχει ένα πάρκο που μαζεύεται κόσμος πολύς. Γονείς με τα παιδιά τους, σκύλοι με τα αφεντικά τους, ξέμπαρκοι τρελοί, ηλικιωμένοι που πάνε στα ΚΑΠΗ. Ανάμεσα στο συμφερτό υπάρχει και μία ιδιαίτερη φυλή. Τους βλέπει κανείς νωρίς νωρίς τα πρωινά, κάθονται στα παγκάκια του αιθρίου. Δεν έρχονται όλοι μαζί. Ένας ένας καταφθάνουν και αράζουνε εκεί. Όλοι κάποιας ηλικίας, ταλαιπωρημένοι και ρυπαροί. Ο τελευταίος και ο πιο ρυπαρός που έρχεται να συμπληρώσει την ομάδα είναι και ο αρχηγός. Τους φέρνει να διαβάζουν παλαιές εφημερίδες. Ποιος ξέρει τι να βλέπουν σε αυτές. Τα νέα, τις αγγελίες, τα μνημόσυνα ή τις κηδείες; Αφού ψευτοδιαβάσουν και ψευτοκουβεντιάσουν, ξεκινούν την αποστολή. Ο πρώτος σηκώνεται θαρρετά και πάει σε έναν περιφραγμένο χώρο όπου παίζουν μερικές φορές παιδιά. Κοιτάζει γύρω γύρω δήθεν διακριτικά, μυρίζει τον αέρα και επιλέγει την αγαπημένη του μεριά. Συνήθως είναι από του φράχτη τη μέσα την πλευρά. Στέκεται εκεί περήφανα και τον αμολά περίτρανα. (περισσότερα…)
-
Ήταν ένα μικρό κακάδι που ήταν αταξίδευτο. Αλλά έμελλε να μην παραμείνει για πάντα έτσι. Μόνιμος κάτοικος για έτη πολλά μίας μεγάλης, άνετης ηλιοκαμένης μύτης απολάμβανε την κακαδίστική του ύπαρξη στο ασφαλές υγρό περιβάλλον πίσω από το δεξί ρουθούνι που τον φιλοξενούσε. Δεν ήθελε και πολλά στη ζωή του το κακάδι μας. Του έφτανε να είναι προστατευμένο στη μικρή του υγρή συνοικία. Και αν βαριότανε λιγάκι έκανε ταξιδάκι αναψυχής στην άκρη του ρουθουνιού για να χαζέψει τη θέα από το προσωπικό του μπαλκόνι. Από εκεί έριχνε κλεφτές ματιές στον έξω κόσμο και όταν χόρταινε από το οφθαλμόλουτρο των ανθρώπινων πλασμάτων, επέστρεφε στο καταφύγιό του για να ξεκουραστεί και να ανακτήσει δυνάμεις.