Οι τρεις Χάριτες κάθισαν τριγύρω από το γιορτινό τραπέζι. Σταύρωσαν τα χέρια επάνω στο κόκκινο τραπεζομάντηλο με ύφος σοβαρό, ανεξιχνίαστο κοιτώντας με βουβή απόγνωση μπροστά τους. Άραγε αυτή τη φορά θα ήταν διαφορετικά; Μήπως τούτη την ημέρα θα χαλιναγωγούσαν τα τέρατα που καταπίεζαν ορμητικά μέσα τους; Την ώρα που αιχμαλώτιζαν τις μπουκιές τους με το πιρούνι έριχναν διερευνητικά βλέμματα η μία στην άλλη. Ίσως, ίσως να το κατάφερναν. Όμως… αλίμονο!
(περισσότερα…)Ιστορίες
-
Ήταν μία ηλιόλουστη ημέρα, η πρώτη ημέρα της άνοιξης και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που έμελλε να συμβεί. Το μικρό χωριό, στους πρόποδες του βουνού, φαινόταν να καλοδέχεται τη δροσερή ανοιξιάτικη πνοή μετά τη βαριά ανάσα του χειμώνα.
Ένας χωρικός, έξω στην αυλή του σπιτιού του, έκοβε ξύλα για το τζάκι. ‘Ολη του η προσοχή ήταν στραμμένη στο σωρό από κούτσουρα που ήταν διασκορπισμένα τριγύρω. Έσυρε το πιο κοντινό μπροστά του και έπιασε το τσεκούρι. Ετοιμαζόταν να το υψώσει με φόρα στον αέρα όταν ξαφνικά πάγωσε. Οι τρίχες στο σβέρκο του ορθώθηκαν και μία ανατριχίλα διαπέρασε όλο του το σώμα. Κοίταξε τριγύρω αλλά δεν υπήρχε κανείς. Κι όμως, αυτή η αίσθηση πως κάτι ζοφερό πλησίαζε γινόταν όλο και πιο έντονη. Πήρε μια βαθιά ανάσα. “Τρελαίνομαι”, σκέφτηκε. “Χάνω τα λογικά μου”.
Έσφιξε το τσεκούρι, οι κλειδώσεις του άσπρισαν επάνω στη λαβή. Ετοιμάστηκε πάλι να το σηκώσει όταν με την άκρη του ματιού του είδε μία μορφή προς τα αριστερά, μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού. Γύρισε αργά το κεφάλι και τα μάτια του γούρλωσαν.
Έξω από την πόρτα της αυλής στεκόταν ένας μεγάλος ροζ ελέφαντας. Ο χωρικός ξεροκατάπιε. Δεν είχε ακούσει καν το ογκώδες θηλαστικό να πλησιάζει. Ήταν σαν να είχε εμφανιστεί από το πουθενά. Το ζώο τον κοιτούσε ήρεμα, δε φαινόταν να έχει επιθετικές διαθέσεις, αλλά αυτό που τρόμαξε τον άντρα ήταν το βλέμμα του. Είχε κάτι το περίεργο, ανατριχιαστικό.Έμοιαζε… έμοιαζε σχεδόν ανθρώπινο. Ήταν το βλέμμα ενός ανθρώπου που περιμένει, προσδοκά.
(περισσότερα…) -
Να σας πω μια ιστορία; Ή καλύτερα, να σας πω ένα παραμύθι; Ξέρετε, σαν αυτά που μας λέγανε παιδιά, όταν ακούγαμε για τον ειδεχθή λύκο που ετοιμαζόταν να καταβροχθίσει την κοκκινοσκουφίτσα και λουφάζαμε τρομαγμένα στην αγκαλιά της μητέρας μας; Ένα τέτοιο παραμύθι είναι και το δικό μου μόνο που τα τέρατα στη δική μου ιστορία έχουν όλα ανθρώπινη μορφή. Διαβάστε το με προσοχή και ελπίζω να μην τρομάξετε γιατί δεν ξέρω κατά πόσον έχετε εύκαιρη τριγύρω την αγκαλιά της μητέρα σας για να λουφάξετε.
Ήταν λοιπόν κάποτε ένα μικρό βασίλειο γεμάτο φυσικές ομορφιές. Με ατελείωτες πεδιάδες, πανύψηλα βουνά, ορμητικά ποτάμια και γαλάζιες θάλασσες όπου το κύμα έσκαγε σε αμμουδερές ακρογιαλιές και οι άνθρωποι, που είχαν την τύχη να ζουν εκεί, ήταν συνήθως χαμογελαστοί. Λέμε συνήθως γιατί υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες που κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί. Βλέπετε, παρότι το βασίλειο αύξανε διαρκώς τους φόρους του δεν κατόρθωνε να αναστρέψει το αρνητικό ισοζύγιο της οικονομίας του και βρισκόταν μονίμως χρεωμένο. Χρεωμένο στην Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία στην οποία υπάγονταν όλα τα βασίλεια εκείνης της εποχής. Το σύνολο λοιπόν αυτών των βασιλικών οφειλών μετακυλούσε στους υπηκόους που βαρυγκομούσαν και απορούσαν. Γιατί ποτέ αυτό το άτιμο χρέος δε φαινόταν να μειώνεται έστω και λιγουλάκι;
-
O γοητευτικός ηγέτης με τις μακριές βλεφαρίδες χτυπούσε τα δάχτυλά του ρυθμικά επάνω στο στρογγυλό τραπέζι. Το χοντρό χρυσό δαχτυλίδι με το μεγάλο ρουμπίνι στραφτάλιζε σε κάθε ελαφρύ χτύπημα. Η αξία του ήταν τόσο μεγάλη που θα μπορούσε να εξαγοράσει τουλάχιστον μία δυτικοευρωπαϊκή χώρα όμως αυτό το ασήμαντο γεγονός δεν τον απασχολούσε καθόλου εκείνη τη στιγμή. Αισθανόταν ενοχλημένος, περιφρονημένος και απεχθανόταν να νιώθει έτσι. Κοίταξε τους υπόλοιπους έντεκα που κάθονταν περιμετρικά γύρω του και ο θυμός του φούντωσε ακόμα περισσότερο. Όλοι οι άλλοι είχαν έρθει στην ώρα τους αλλά εκείνη πάλι…
Η βαριά δρύινη πόρτα άνοιξε κι εκείνη πρόβαλε στο κατώφλι της ψηλοτάβανης αίθουσας. To τακούνι της Manolo Blahnik γόβας της βυθίστηκε στην παχιά μοκέτα που κάλυπτε το μαρμάρινο δάπεδο καθώς κατευθυνόταν στη μοναδική κενή θέση που είχε απομείνει. Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε δίπλα στον άντρα με τις μακριές βλεφαρίδες χαμογελώντας. Δώδεκα ζευγάρια μάτια και δώδεκα παγωμένα βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος της. Το χαμόγελό της πλάτυνε ακόμα περισσότερο και γυρνώντας στον άντρα δίπλα της του έστειλε ένα φιλάκι στον αέρα. (περισσότερα…)
-
Ήταν κάποτε (το οποίο κάποτε μπορεί να συνέβη εχθές, να συμβαίνει τώρα, να συμβεί στο άμεσο μέλλον ή όλα μαζί για να παίξω κάπως και με το χωροχρόνο) ένας αμύθητα πλούσιος άντρας, ας τον πούμε Mr. Peacock. Κάνοντας μία αναζήτηση στο Google ανακάλυψα πως υπάρχει και ένα μπαρ στο Χαλάνδρι με το ίδιο ακριβώς όνομα. Καμία σχέση όμως με τον ήρωά μας ο οποίος δε θα σύχναζε ποτέ στο Χαλάνδρι. Αν τύχαινε να επισκεφτεί την Αθήνα θα προτιμούσε μέρη από την Πολιτεία και πάνω, περιοχές δηλαδή που να βρίσκονται υψηλά στην κλίμακα βαθμολόγησης αίγλης.
Ο Mr. Peacock δεν ήξερε πραγματικά πόσο τεράστιο ήταν το μέγεθος της περιουσίας του γιατί ήταν κυριολεκτικά απροσμέτρητη. Ακόμα και ο Σκρουτζ Μακ Ντακ θα χλώμιαζε από ζήλια μπροστά του και θα έτριβε μανιασμένα την τυχερή του δεκάρα προς αναζήτηση ανακούφισης και παρηγοριάς.
O ζάμπλουτος λοιπόν αυτός μεσήλικος άντρας βρέθηκε με δύο τινά ταυτόχρονα, αηδιαστικά πολλά χρήματα και άπλετο ελεύθερο χρόνο. Και δεν ήξερε τι να κάνει και με τα δύο. Είχε δοκιμάσει τα πάντα, τα είχε βαρεθεί όλα και τώρα πια έψαχνε κάτι για να δώσει νόημα στο υπόλοιπο της ζωής του που ήλπιζε να είναι μακρά και άκρως υγιής.
-
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, οι δύο μεγαλύτερες επαναστάσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας ξεκίνησαν από ένα μήλο. Η πρώτη ήταν η επανάσταση της επιστήμης όταν ανακαλύφθηκε ο νόμος της βαρύτητας και η δεύτερη η δική μου μόλις κατάλαβα πέρα από κάθε αμφιβολία πως το μήλο είναι το πιο βαρετό φρούτο στον κόσμο. Αυτή ήταν η τελευταία σπρωξιά που χρειαζόμουν για να βρεθώ με έναν δυνατό πάταγο στο δρόμο της αμφισβήτησης των πάντων μετά από πέντε χρόνια εγκλεισμού σε τούτο εδώ το σπίτι.
-
Και τώρα στην εποχή της καραντίνας, τι; Λίγες μονάχα μέρες έχουν περάσει από την έναρξη του εκούσιου εγκλεισμού και νιώθεις πως σιγά σιγά βυθίζεσαι σε μία βαλτώδη εσωστρέφεια. Πως θα ‘ναι άραγε τα πράγματα δέκα μέρες μετά, όταν ήδη φλερτάρεις επικίνδυνα με τα πρώτα συμπτώματα της υστερίας;
Τσεκάρεις πάλι τα μπουκαλάκια με τις βιταμίνες στο ντουλαπάκι του μπάνιου. Όλα εντάξει. Έχεις εξασφαλίσει το κατάλληλο σύμπλεγμα πολύτιμων συστατικών για την αντιμετώπιση κάθε ασθένειας που μαστίζει το ανθρώπινο είδος. Ακόμα και ο μαύρος θάνατος θα γινόταν σκόνη μπροστά στην πολυβιταμίνη που συμπεριλαμβάνει επιπρόσθετα εχινάκεια, αλόη και πόσα ακόμα βότανα τις ονομασίες των οποίων διαβάζεις με κρυφή ευχαρίστηση στο πίσω μέρος της συσκευασίας.
-
Η πόρτα άνοιξε και εκείνη μπήκε στην καφετέρια. Κατευθύνθηκε με νευρώδη βηματισμό προς το συνηθισμένο της τραπέζι. Ο χώρος της ήταν κάτι παραπάνω από οικείος πλέον και το προσωπικό τη γνώριζε με το μικρό της όνομα. Προσπέρασε μία αγχωμένη σερβιτόρα, που προσπαθούσε να ισορροπήσει ένα βαρυφορτωμένο δίσκο, και κάθισε.
Τοποθέτησε την τσάντα της στην καρέκλα δίπλα της και κοίταξε το λεπτεπίλεπτο ρολόι που στόλιζε τον καρπό της. Μάλιστα! Ήταν οκτώ ακριβώς. Η εκπληκτική της αίσθηση συνέπειας δεν την απογοήτευε ποτέ. Ήταν για μία ακόμα φορά στην ώρα της. Και εκείνος προς το παρόν άφαντος.
-
Η Καμίλ κούρνιασε στο ξύλινο παγκάκι και άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στην πεδιάδα που εκτεινόταν κάτω από τα πόδια της. Ήταν μία όμορφη μέρα, γλυκιά και ζεστή. Ένιωσε το αεράκι να χαϊδεύει τα ανακατεμένα της μαλλιά και αυτό την έκανε να αισθανθεί αγαλλίαση. Ήταν τόσο σπάνιες οι στιγμές της αγαλλίασης για την Καμίλ εδώ μέσα, στη φυλακή της.
-
Νεαρή γυναίκα φιλόδοξη, με πτυχία και περγαμηνές, εμφανίσιμη,που φροντίζει τον εαυτό της και έχει δημιουργήσει έναν ενδιαφέροντα κοινωνικό κύκλο, ψάχνει. Είναι μόνη και ψάχνει. Φυσικά αυτό δεν το λέει πουθενά, ούτε στον εαυτό της, ακόμα και τα δύσκολα εκείνα βράδια που είναι “μόνη σε διπλό κρεβάτι και δε μπορεί να κλείσει μάτι”. Εκείνες τις φρικτές νύχτες είναι σα να βγαίνει στην επιφάνεια ένα βαθύτατος πρωτογενής φόβος που αγγίζει, μη σας πω ότι σφιχταγκαλιάζει, τον τρόμο.