Οι τρεις Χάριτες

Οι τρεις Χάριτες κάθισαν τριγύρω από το γιορτινό τραπέζι. Σταύρωσαν τα χέρια επάνω στο κόκκινο τραπεζομάντηλο με ύφος σοβαρό, ανεξιχνίαστο κοιτώντας με βουβή απόγνωση μπροστά τους. Άραγε αυτή τη φορά θα ήταν διαφορετικά; Μήπως τούτη την ημέρα θα χαλιναγωγούσαν τα τέρατα που καταπίεζαν ορμητικά μέσα τους; Την ώρα που αιχμαλώτιζαν τις μπουκιές τους με το πιρούνι έριχναν διερευνητικά βλέμματα η μία στην άλλη. Ίσως, ίσως να το κατάφερναν. Όμως… αλίμονο!

Τις ξεγέλασε το κρασί. Γουλιά γουλιά ένιωθαν την πλούσια γεύση του να γαργαλάει τον ουρανίσκο και να ζεσταίνει τα σωθικά τους. Μια γλυκιά νωθρότητα τις κυρίευσε. Χαλάρωσαν και το σκοτάδι μέσα τους βρήκε την ευκαιρία να δραπετεύσει.

Η μία, η μεγαλύτερη άρχισε να μιλά. Οι άλλες την κοίταξαν. Το βλέμμα της μεσαίας άστραψε με μία οργισμένη λάμψη. Άνοιξε το στόμα της μα μιλιά δε βγήκε. Μόνο μία στρίγγια κραυγή. Και τότε η μικρότερη σηκώθηκε απότομα ρίχνοντας την καρέκλα της. Αλλά δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί. Ένα πυκνό σύννεφο ομίχλης κάλυψε και τις τρεις και μόνο οι τσιριχτές φωνές τους διαπερνούσαν την λευκή πάχνη.

Όταν το σύννεφο διαλύθηκε ήταν ήδη αργά. Εκεί που πριν βρίσκονταν οι Χάριτες τώρα ήταν τρεις Ερινύες που ξερνούσαν η μία στην άλλη φωτιά. Τα εβένινα φτερά τους έσκιζαν τον αέρα πάνω από το τραπέζι με το τσουρουφλισμένο τραπεζομάντηλο. Καμία δεν μπορούσε να νικήσει και το δωμάτιο είχε πνιγεί στην κάπνα και τα αποκαΐδια. Μα η μεσαία κατάλαβε πως όλο αυτό ήταν μάταιο. Έστρεψε το τερατώδες της πρόσωπο προς τον Ουρανό και ζήτησε βοήθεια από τον πατέρα τους.

Μια εκτυφλωτική λάμψη τις τύφλωσε. Και όταν το φως της λάμψης έσβησε, έτσι γρήγορα όπως είχε εμφανιστεί, στη μέση του τραπεζιού υπήρχε τώρα ένα χρυσό αδράχτι. Τρεις κλωστές εκκινούσαν από το κέντρο του αδραχτιού. Και η μεσαία είδε με ευχαρίστηση πως κρατούσε το νήμα της ζωής της μεγάλης. Ήταν έτοιμη να το κόψει όταν με την άκρη του ματιού της είδε πως η μικρή κρατούσε το δικό της νήμα. Χλώμιασε, έγινε άσπρη σαν τον αφρό του κύματος στην ακροθαλασσιά. Ακόμα πιο πολύ χλώμιασε η μικρή όταν κατάλαβε πως η μεγάλη κρατούσε το δικό της. Αυτή ήταν η τιμωρία τους και το δώρο συνάμα από τον πατέρα τους. Η μία καθόριζε το πεπρωμένο της άλλης σε τούτο τον μακάβριο κύκλο. Και καμιά δεν έκανε την πρώτη κίνηση από φόβο πως θα την προλάβουν οι άλλες.

Ο μύθος λέει πως είναι ακόμα εκεί, τριγύρω από το χρυσό αδράχτι. Παραμονεύουν η μία την άλλη. Ακόμα δεν έχουν καταλάβει πως η λύση είναι να αφήσουν και οι τρεις να πέσει από τα χέρια τους το νήμα. Και έπειτα να σηκωθούν να φύγουν για πάντα από εκείνο το μίζερο γιορτινό τραπέζι.