Peter Pan και Wendy

Ο Peter Pan στάθηκε στο χείλος της χωμάτινης τρύπας. Κοίταξε στο βάθος της το φέρετρο που φιλοξενούσε στο εσωτερικό του την επί 30 χρόνια σύντροφό του. Άνοιξε τη χούφτα του και άδειασε το περιεχόμενό της επάνω στην τελευταία κατοικία της Wendy Darling.Το χώμα έκανε έναν υπόκωφο ήχο όταν ήρθε σε επαφή με την ξύλινη επιφάνεια. Ναι, το φέρετρο ήταν καλής ποιότητας. Θα διαρκούσε πολλά χρόνια, κλείνοντας μέσα του ασφαλές το κουφάρι της γυναίκας που είχε κάποτε αγαπήσει.

Γύρισε την πλάτη και κίνησε να φύγει. Το ψιλόβροχο που έπεφτε όλη αυτή την ώρα είχε ποτίσει τα ρούχα του με τη φθινοπωρινή υγρασία και ένιωθε την παγωνιά να τον διαπερνά μέχρι το μεδούλι. Έτρεμε σύγκορμος και αισθάνθηκε μία ξαφνική ζαλάδα. Παραλίγο να χάσει την ισορροπία του αλλά ένα χέρι τον συγκράτησε γερά από το μπράτσο. Σήκωσε το βλέμμα και είδε ένα άγνωστο πρόσωπο να τον παρατηρεί με συμπάθεια. Ένας ακόμα φίλος της οικογένειας Darling είχε έρθει να υποβάλει τα σέβη του.

Ψέλλισε ένα “Με συγχωρείτε” και συνέχισε το δρόμο του ανοίγοντας χώρο ανάμεσα σε μαύρες ομπρέλες και ανθρώπους που δε γνώριζε αλλά τον κοιτούσαν με νοσηρή περιέργεια. Όλη η αριστοκρατία της πόλης είχε έρθει να αποχαιρετήσει ένα από το πιο εκλεκτά της μέλη. Η Wendy Darling, γνωστή στα σαλόνιας της υψηλής λονδρέζικης κοινωνίας για την προτίμησή της στις πλαστικές χειρουργικές και τους κατά πολύ νεότερούς της άνδρες, είχε βρεθεί νεκρή πριν δύο ημέρες στην κρεβατοκάμαρά της. Η επίσημη εκδοχή ήταν ανακοπή.

Τη στιγμή που η καμαριέρα ανακάλυπτε την κυρία της σε αφύσικη στάση στο μαρμάρινο πάτωμα να ατενίζει με κέρινο βλέμμα το άπειρο, ο Peter Pan βρισκόταν στη μικρή γκαρσονιέρα της ερωμένης του την οποία είχε αγοράσει και επιπλώσει o ίδιος με την ευγενική χορηγία της οικογένειας Darling. Και ήταν αλήθεια. Η οικογένεια της νεκρής συζύγου του τον συντηρούσε αποκλειστικά. Εργαζόταν στη βιομηχανία τους, ζούσε στο σπίτι τους, κάπνιζε τα πούρα που είχε αγοράσει με τα χρήματά τους. Ακόμα και τα δώρα που έκανε στις ερωμένες του ήταν αγορασμένα με τα λεφτά της γυναίκας του. “Η ευγενική Wendy” σκέφτηκε καγχάζοντας από μέσα του ενώ απομακρυνόταν από το χώρο της ταφής. “Φρόντισε να ικανοποιούμαι σεξουαλικά ακόμα και μετά το οριστικό τέλος της ερωτικής μας ζωής”.

Βγήκε από το χώρο του νεκροταφείου και κατευθύνθηκε στο μεγάλο πάρκινγκ που φιλοξενούσε τα οχήματα των παρευρισκομένων. Εντόπισε τη λιμουζίνα του ανάμεσα στα άλλα αυτοκίνητα. Ένα υπερβολικά μακρόστενο όχημα, κραυγαλέο ακόμα και για τους ανθρώπους της τάξης τους. Ο Peter Pan είχε φέρει αντιρρήσεις για να το αγοράσουν αλλά η Wendy ήταν ανένδοτη. “Ποιος ο λόγος” του είχε πει “να έχουμε τόσα χρήματα αν δεν μπορούμε να τα απολαύσουμε”.

Άνοιξε βιαστικά την πίσω πόρτα του μαύρου γυαλιστερού οχήματος. Ο οδηγός ήταν μέσα και αναπήδησε στη θέση του μόλις είδε τον Peter Pan. Προφανώς δεν τον περίμενε να γυρίσει τόσο νωρίς. Έκλεισε βιαστικά την οθόνη της τηλεόρασης που υπήρχε στο ταμπλό μπροστά του και ξερόβηξε αμήχανα. “Ο παλιόφιλος Ρότζερ πάλι τσόντες βλέπει” σκέφτηκε ο Peter Pan. Ήταν κρίμα που δεν τον είχε ρωτήσει ποτέ ποιες οι προτιμήσεις του επάνω στον ερωτικό κινηματογράφο. Ίσως θα μπορούσαν να ανταλλάξουν χρήσιμες εμπειρίες. Αλλά τώρα δεν είχε διάθεση για κάτι τέτοιο. Εδώ και ώρες κάτι άλλο κλωθογύριζε στο μυαλο του.

“Που θέλει να πάμε ο κύριος; Επιστρέφουμε σπίτι; To Scarfes δεν έχει ανοίξει ακόμα”. Το γνωστό μπαρ στο κέντρο της πόλης ήταν ένα από τα αγαπημένα στέκια του Peter Pan και συνήθιζε να πηγαίνει εκεί συχνά μετά τη δουλειά. Η τελευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί ήταν την περασμένη εβδομάδα όταν ο Ρότζερ τον είχε κουβαλήσει στο τέλος της βραδιάς λιπόθυμο από το μεθύσι μέχρι τη λιμουζίνα. Είχε βάλει στοίχημα με τον μπάρμαν πως θα καταφέρει μέσα σε μία ώρα να αδειάσει δύο μπουκάλια ουίσκι και θα το κέρδιζε αν δεν είχε καταρρεύσει επάνω στο σκαμπό του μπαρ.

“Ξεκίνα να οδηγείς” του είπε. “Δε με ενδιαφέρει για που. Απλά ξεκίνα. Και άφησε με ήσυχο.”

Πάτησε το κουμπί που έκλεινε το χώρισμα με τη θέση του οδηγού και έγειρε πίσω στο κάθισμα αποκαμωμένος. Χαλάρωσε τη γραβάτα του που ένιωθε εδώ και πολύ ώρα να τον πνίγει. H σκέψη του βρισκόταν μόνιμα στο μικρό σακουλάκι με τη σκόνη που αναπαυόταν προσωρινά στην αριστερή εσωτερική τσέπη του Armani σακακιού του. Ένιωθε το πολύτιμο περιεχόμενο να πάλλεται επάνω στο στήθος του. Το ίδιο περιεχόμενο που είχαν βρει διάχυτο επάνω στο νεκρό σώμα της Wendy αλλά είχε παραλειφθεί σκόπιμα από τα αποτελέσματα της επίσημης νεκροψίας. Η Wendy είχε σνιφάρει από τη νεραϊδόσκονη, το τελευταίο δώρο που είχε αφήσει η Tinkerbell στον Peter Pan. Ήταν ο αποχαιρετισμός της όταν είχε μάθει πως θα φύγει για πάντα από τη χώρα του Ποτέ Ποτέ για τον τόπο του Εδώ Εδώ. Κανένας ειδικός δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι ο θάνατος της γυναίκας του είχε προέλθει από κάτι τέτοιο αλλά ο ίδιος ο Peter Pan ήξερε. Ήταν η τελευταία απέλπιδα προσπάθειά της να δώσει κάποιο νόημα σε όλα αυτά. Η Wendy απλά είχε βαρεθεί να ζει.

Από τότε που η οικογένεια της εκτοξεύθηκε οικονομικά αποκτώντας μία τεράστια περιουσία, οι δυο τους είχαν επιδοθεί σε έναν άτυπο αγώνα απόκτησης εμπειριών και πολυτελών αντικειμένων λες και ήταν μικρά παιδιά που τα είχες αφήσει χωρίς επίβλεψη σε ένα κατάστημα με όλων των ειδών τα ζαχαρωτά. Δειλά δειλά στην αρχή και κατόπιν απροκάλυπτα είχαν δοκιμάσει όλα όσα τα χρήματα μπορούν να αγοράσουν, όσο περίεργα και ασυνήθιστα και αν ήταν. Έπειτα όταν αυτό πια δεν έφτανε και μαζί με τον κορεσμό είχε έρθει και η ανία στο γάμο τους, άρχισαν να αγοράζουν ανθρώπους. Η Wendy τους νεαρούς της ζιγκολό και ο Peter Pan τις κατά πολύ μικρότερές του ερωμένες. Και κάπως έτσι είχαν χωρίσει οριστικά οι δρόμοι τους. Η αίσθηση της συντροφικότητας που τους έδενε κάποτε είχε δώσει τη θέση της σταδιακά στην αποξένωση και πολλές φορές ο Peter Pan είχε αναρωτηθεί γιατί πολύ απλά δεν του είχε ζητήσει να φύγει μια και είχαν καταντήσει δύο ξένοι που ζούσαν στην ίδια έπαυλη. Μετά από σκέψη είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ένα μικρό της μέρος της, το οποίο είχε διατηρήσει εκείνη την αθωότητα του πρώτου τους έρωτα, αισθανόταν ενοχές αφού ήταν αυτή τον που είχε πείσει να μείνει εδώ μαζί της.

“Τι νόημα έχει πια να τα συλλογίζομαι όλα αυτά;” αναρωτήθηκε. Έβγαλε το διάφανο σακουλάκι με τη σκόνη από την τσέπη του και το κράτησε μπροστά στα μάτια του. Όλα αυτά τα χρόνια η νεραϊδόσκονη δεν είχε χάσει τη ζωτικότητά της. Παλλόταν μέσα στο πλαστικό φρενιασμένη θέλοντας να βγει από τον χώρο που την περιόριζε.

Την κοίταξε προσεκτικά και αισθάνθηκε σχεδόν πόνο για όλη την παιδικότητά του που είχε χαθεί. Ήξερε πως αν συνέχιζε να μένει στον τόπο του Εδώ Εδώ θα πέθαινε κάποια στιγμή από γηρατειά, αν δεν τον σκότωνε πρώτα το αλκοόλ. Και μέχρι τότε θα έπρεπε κάθε μέρα να σέρνει τα πόδια του σε μία ύπαρξη που σιχαινόταν εδώ και πάρα πολύ καιρό. Λαχταρούσε να πετάξει. Ήθελε απεγνωσμένα να βρεθεί ξανά εκεί που είχε περάσει τις πιο περιπετειώδεις και όμορφες μέρες της ζωής του, στη χώρα του Ποτέ Ποτέ.

Η νεκρή σύζυγός του υπήρξε πιο έξυπνη σε αυτό το κομμάτι. Άργησε αλλά το κατάλαβε. Η απάντηση στην κατάθλιψη, τη μιζέρια και το σκοτάδι των τελευταίων δεκαετιών του γάμου τους βρισκόταν εδώ μπροστά του και το γνώριζε. Κι έτσι ο Peter Pan ένα βροχερό πρωινό του Νοεμβρίου, μέσα στο πολυτελές του όχημα, που περιδιάβαινε τις συνοικίες του Λονδίνου χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, σνίφαρε την τελευταία νεραϊδόσκονη. Ο οδηγός του οδηγούσε άσκοπα ώρες μέχρι να καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Όταν δεν έλαβε απάντηση για τρίτη συνεχόμενη φορα από την ενδοεπικοινωνία πάρκαρε το αυτοκίνητο στο πρώτο εύκαιρο σημείο και άνοιξε την πίσω πόρτα. Περίμενε να βρει το αφεντικό του να ροχαλίζει τύφλα από το μεθύσι έχοντας καταναλώσει όλο το ουίσκι που υπήρχε στο εντοιχισμένο μπαρ της λιμουζίνας. Ήταν κάτι που είχε συμβεί πάμπολλες φορές. Αντί όμως για αυτό αντίκρυσε τον Peter Pan ξαπλωμένο στο κάθισμα, με τα χέρια σταυρωμένα επάνω στο στήθος του και ένα πλατύ χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του. Τα ολάνοιχτά του μάτια φαίνονταν να κοιτάζουν κάπου μακριά, πέρα από τον κόσμο τούτο, στη χώρα του Ποτέ Ποτέ.

Αυτό το απόκοσμο χαμόγελο άφατης ευτυχίας δεν μπόρεσαν να του το σβήσουν ούτε από το γραφείο κηδειών παρότι προσπάθησαν επί ώρες να διορθώσουν την εύθυμη έκφραση που δεν ταίριαζε στην περίσταση. Τελικά η χαρά που χρωμάτιζε τα άψυχα πια χαρακτηριστικά του τον ακολούθησε μέχρι και τη στιγμή που είδαν για τελευταία φορά το πρόσωπό του. Έπειτα το φέρετρο έκλεισε για να κατέβει κι αυτός με τη σειρά του στην υπόγεια κατοικία του, δίπλα στην κάποτε σύντροφο της ζωής του.