Πολιτική ορθότητα και τι θα ντυθώ τις Απόκριες…

Ήταν εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι Σαββάτου όπου έμελλε να έρθουν τα πάνω κάτω στην πολιτική ορθότητα της ζωής μου. Αφοσιωμένη πάνω σε ένα κείμενο, που προσπαθούσα να ολοκληρώσω, στην αρχή δεν κατάλαβα καν τις σφυριές ώσπου συνειδητοποίησα πως χτυπούσα το πόδι μου στο ρυθμό των εκκωφαντικών σφυροκοπημάτων.Ένα, δύο, πάμε. Ωπ! Η αυτοσυγκέντρωση και η έμπνευση έκαναν φτερά από το παράθυρο την ίδια ώρα που έμπαινε το beat από τα μεσημεριανά μερεμέτια των από πάνω.

“Όχι, ρε πούστη μου!”ξέφώνισα και έπιασα το πόδι μου για να σταματήσει να κινείται αναρχοαυτόνομα στο μισητό ρυθμό. Αμέσως σηκώθηκα και ετοιμαζόμουν να πάω να διαμαρτυρηθώ όταν μία ανεπαίσθητη κίνηση από τα δεξιά μου με πάγωσε στη θέση μου. Ο καναπές φαινόταν σα να είχε αποκτήσει ζωή και τα κρόσια του καλύμματος που κρέμονταν στις άκρες του κουνιόνταν φρενιασμένα. “Σεισμός” σκέφτηκα “και ξεκινά από τον καναπέ. Καλά μου έλεγαν όσοι έχουν καθίσει επάνω του πως είναι σεισμόπληκτος!” Προτού όμως ολοκληρώσω τη σκέψη μου ένα κεφαλάκι ξεπρόβαλε δειλά δειλά κάτω από το ετοιμόρροπο έπιπλο ενώ τα κρόσια βολεύτηκαν επάνω στα μαλλιά του σαν αυτοσχέδιο στέμμα.

“Ε, με συγχωρείτε” μου είπε ευγενικά το κεφαλάκι ενώ δίπλα του ξεπετάχτηκε και ένας δείκτης που μου ζητούσε την άδεια να μιλήσει.

Τον κοίταξα σαστισμένη. Τι ήθελε αυτός κάτω από τον καναπέ μου; Τι γύρευε να μου πει; Τρέχα γύρευε δηλαδή αλλά ήμουν αρκετά περίεργη ώστε να του παραχωρήσω την άδεια να μιλήσει: “Παρακαλώ, τι θέλετε;” του απάντησα και με ένα νεύμα, αυτό που κάνουν οι βασιλείς στους ταπεινούς υπηκόους, του έδωσα να καταλάβει πως μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα. Το δαχτυλάκι κατέβηκε ευτυχισμένο.

“Εμμμ, εεεε, ξέρετε” άρχισε ο ζουμπουρλίδικος νεαρός “δεν είναι σωστό να μιλάτε έτσι για τους ομοφυλόφιλους και δη να τους χρησιμοποιείτε και μέσα σε βωμολοχίες” μου είπε και ταυτόχρονα έγινε κατακόκκινος.
Μπα! Μωρ’, τι μας λες! Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα μέσα στο σπίτι μου! Το αναρχοαυτόνομο πόδι άρχισε πάλι να κουνιέται, αυτή τη φορά στο ρυθμό της οργής. “Κι εσας τι σας νοιάζει και φτάσατε μέχρι το σαλόνι μου και δη τον καναπέ μου για να μου κάνετε παρατήρηση;”.

“Με νοιάζει και με παρανοιάζει” απάντησε με τρεμάμενη φωνή “γιατί είμαι ομοφυλόφιλος και προσβάλλοντας όλους τους ομοφυλόφιλους προσβάλλετε κι εμένα!”

Ένιωσα τώρα τα δικά μου μάγουλά μου να φλογίζονται! Πω πω ντροπή! Πόσο δίκιο είχε! Αισθάνθηκα φριχτά αναλογιζόμενη πόσες φορές στο παρελθόν χωρίς να το αντιληφθώ θα είχα χρησιμοποιήσει την απαγορευμένη λέξη εν τη ρύμη του λόγου σε χονδροειδή αστεία. Άραγε πόσους να είχα προσβάλει εν αγνοία μου; Δάγκωσα το κάτω μου χείλος και υποσχέθηκα στον εαυτό μου από εκείνη τη στιγμή να μην ξαναχρησιμοποιήσω ποτέ τη λέξη “πούστης” σε βρισιά ή οποιαδήποτε είδους συζήτηση.

“Με συγχωρείτε πολύ” είπα ταπεινά στον ντροπαλό αντιπρόσωπο των ομοφυλόφιλων που συνέχιζε να περιμένει με καρτερικότητα, ενώ τα κρόσια στην παραμικρή κίνηση του κεφαλιού του έστηναν τρελό χορό επάνω στο μέτωπό του.

“Παρακαλώ” μου απάντησε χαμογελώντας ευγενικά και χώθηκε ξανά στα ενδότερα του καναπέως, τόσο γρήγορα που ήταν σα να μην είχε εμφανιστεί ποτέ.

Κάθισα πάλι στο γραφείο μου μουδιασμένη αλλά πριν προλάβω να συνέλθω από το σοκ της αλλόκοτης αυτής εμπειρίας ξεκίνησε ο δεύτερος γύρος σφυροκοπημάτων. Τα νεύρα μου τεντώθηκαν επικίνδυνα, σαν χορδές βιολιού έτοιμες να σπάσουν.

“Που να πάρει ο διάολος” φώναξα και την ίδια ακριβώς στιγμή ένιωσα κάτω από το γραφείο μου κάποιον να μου τραβάει το μπατζάκι του παντελονιού. Κοίταξα ξαφνιασμένη προς την κατευθύνση απ’ όπου αισθάνθηκα την “ενόχληση” και αντίκρυσα έναν κοκκινοπρόσωπο τύπο με χοντροκομμένα χαρακτηριστικά και μεγάλο κεφάλι να ξεπροβάλει ανάμεσα από τα πόδια μου κοιτώντας με θυμωμένα στα μάτια. Στο μέτωπό του παρατήρησα ότι υπήρχαν “φυτεμένα” δύο μικρά κερατάκια και αισθάνθηκα την έντονη παρόρμηση να τα πιάσω για να δω αν είναι αληθινά ή όχι. Τράβηξα με δύναμη αυτό που βρισκόταν κοντά στο δεξί μου χέρι και μπούτι. Ο τύπος μούγκρισε από τον πόνο. Ήταν αληθινό τελικά. Χεχέ.

“Θέλετε κάτι;” τον ρώτησα με προσποιητή αθωότητα. Ήξερα όμως ήδη καλά ποιος ήταν και τι ήθελε. Μπροστά μου ή μάλλον ανάμεσα στα μπούτια μου είχα τον διάολο ο οποίος ολοφάνερα ενδιαφερόταν να αγοράσει την υπερπολύτιμη ψυχή μου. Θα του την πουλούσα βέβαια, εννοείται. Θα έπρεπε όμως να πληρώσει αδρά!

Άνοιξε το στόμα του για να μου μιλήσει και με συνεπήρε ένα κύμα θερμότητας. Η αναπνοή του ήταν ζεστή σα χνώτο δράκου και μύριζε έντονα θειάφι. Ο διάολος ήταν κυριολεκτικά καυτός.

“Θα σας παρακαλούσα” είπε με μπάσα βελούδινη φωνή “να μην αναφερθείτε ξανά στο όνομά μου με αυτό τον τρόπο. Με προσβάλλετε και καταλαβαίνετε πως δεν είναι πολιτικά ορθό”

Τι;; Ώστε αυτό ήταν; Εγώ νόμιζα πως θα πουλούσα ακριβά την ψυχή μου κι αυτός…είχε απλά θιχτεί από την ανάρμοστη χρήση του ονόματός του; Ξεφύσηξα απογοητευμένη. Παρόλα αυτά όφειλα να του αναγνωρίσω πως είχε ένα δίκιο. Δεν είναι ωραίο να βρίζεις χρησιμοποιώντας το όνομα κάποιου ή έστω τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Αποφάσισα πως ήταν προς το συμφέρον μου και σε αυτή την περίπτωση να φανώ καλό κορίτσι προλειαίνοντας το έδαφος για μία μελλοντική επικερδή συμφωνία. Πέραν τούτου τον έβρισκα και αφόρητα γοητευτικό σε μία ιδιαίτερα ελκυστική, τούτη τη στιγμή, θέση. Λίγο ακόμα και θα… Κούνησα το κεφάλι μου για να συνέλθω από τις πονηρές σκέψεις.

“Σας ζητώ συγνώμη” απάντησα γλυκά. “Σας υπόσχομαι πως δεν πρόκειται να ξαναγίνει.”

Ο διάολος με κοίταξε στην αρχή καχύποπτα, καπνός έβγαινε μαζί με τη ζεστή του ανάσα από το στόμα και τα ρουθούνια του. Έπειτα όμως μούγκρισε ένα κοφτό εντάξει και εξαφανίστηκε κάτω από το γραφείο μου.

Αναστέναξα και προσπάθησα να συγκεντρωθώ για πολλοστή φορά στο γραπτό μου, πράγμα λίγο δύσκολο ιδίως μετά την τελευταία θερμή διακοπή. Είχε χαθεί πολύτιμος χρόνο από όλες αυτές τις ξαφνικές εφόδους στο ορμητήριό μου. Μόλις είχα προλάβει να γράψω την πρώτη λέξη όταν άρχισαν για τρίτη φορά τα γκάπα γκούπα.
“Πουτάνα!” τσίριξα και δάγκωσα τη γλώσσα μου για να προλάβω τα χειρότερα. Κοίταξα βιαστικά προς τον καναπέ. Τίποτα. Κοίταξα ανάμεσα στα πόδια μου. Τίποτα κι εκεί. “Ωραία” σκέφτηκα “φτηνά τη γλίτωσα”. Χαμογέλασα με ανακούφιση και έτοιμαζόμουν να επιστρέψω στο κείμενό μου όταν ένιωσα κάποιον να με σκουντά στον δεξί μου ώμο.

Γύρισα το κεφάλι έντρομη. Μία γυναίκα στεκόταν όρθια ακριβώς από πάνω μου και με κοιτούσε εξοργισμένη. Ξεροκατάπια και προσπαθώ να χαμογελάσω αλλά μάλλον η έκφραση μου θύμιζε περισσότερο άνθρωπο που μόλις είχε φάει κάτι ξυνισμένο. Η γυναίκα αν και έξω φρενών φαινόταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Ψηλή, κοκκινομάλλα, με αβυσσαλέο μπούστο και βαρύ μέϊκαπ. Κοιταζόμασταν σιωπηλές κάμποση ώρα ενώ εγώ είχα αρχίσει να έχω ενοχλήσεις στον αυχένα έτσι που είχα στραβολαιμιάσει. Τελικά αποφάσισε να μου μιλήσει.

“Νομίζετε πως όταν χρησιμοποιείτε με τόσο απαξιωτικό τρόπο τον επαγγελματικό τίτλο μίας ομάδας ανθρώπων, αυτοί δεν προσβάλλονται και δεν πληγώνονται; Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο. Το ξέρετε πολύ καλά πως αυτό δεν είναι πολιτικά ορθό!”

Ο αυχένας μου πλέον με πέθαινε αλλά δεν τολμούσα να σηκωθώ. Η εκπρόσωπος του αρχαιότερου επαγγέλματος φαινόταν εξαγριωμένη.

Αποφάσισα να απολογηθώ και σε αυτήν προτού πάθω σοβαρή κρίση αυχενικού ή κάτι χειρότερο.

“Με συγχωρείτε, ειλικρινά. Μου ξέφυγε και είμαι ασυγχώρητη. Θα φροντίσω να μην επαναληφθεί”.

Έμεινε ακίνητη ζυγιάζοντας αυτό που μόλις είχε ακούσει. Έπειτα έσκυψε περισσότερο από πάνω μου, τόσο πολύ ώστε το πρόσωπό της σχεδόν άγγιζε το δικό μου. Ένιωσα το βαρύ της άρωμα να με πνίγει ενώ το χέρι της μου χάιδεψε απαλά τα μαλλιά.

“Έτσι μπράβο!” μου απάντησε γλυκά και την επόμενη στιγμή είχε εξαφανιστεί.

Σηκώθηκα απότομα από την καρέκλα μου. Δεν άντεχα άλλες εκπλήξεις. Ήθελα να βγω έξω να περπατήσω, να μου παγώσει τον εγκέφαλο ο βοριάς για να μην λέω ακατάλληλες λέξεις αλλά να εκφράζομαι με απλοϊκά πολιτικώς ορθά νοήματα.

“Αφήστε με, λοιπόν, να βράσω στο ζουμί μου!” φώναξα με ορμή στους τέσσερις τοίχους και κατευθύνθηκα προς το χολ για να πάρω το παλτό μου. Προτού όμως προλάβω να κάνω δεύτερο βήμα αισθάνθηκα τα πόδια μου να χάνουν την επαφή με το δάπεδο. Κρατήθηκα την τελευταία στιγμή από τον καναπέ για μην πέσω. Γύρισα να κοιτάξω τι ήταν αυτό που είχα πατήσει και με έκανε να γλιστρήσω. Ένα σκουροκόκκινο πηχτό υγρό ήταν η αιτία για την παρολίγο πτώση μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω από που είχε έρθει αλλά φαινόταν να πλημμυρίζει το δάπεδο του σαλονιού με γοργούς ρυθμούς. Μία σκέψη μου πέρασε από το μυαλό αλλά μου φάνηκε τρελή πιο τρελή κι από τρεις αγνώστους που εμφανίζονται από το πουθενά και επιστρέφουν σε αυτό. Κι όμως…Βρε λες;

“Ζουμί!” αναφώνησα. Το υγρό σταμάτησε ακαριαία να διαχέεται στο πάτωμα σα να περίμενε από εμένα κάτι.
Άνοιξα τα χέρια ως ένδειξη μετάνοιας. “Συγνώμη” είπα απλά. Την επόμενη στιγμή το ζουμί είχε εξαφανιστεί. Κάθισα κατάκοπη στον καναπέ και έκρυψα το πρόσωπό μου στα χέρια μου.

Αυτό τελικά που μου προξενούσε τη μεγαλύτερη απελπισία ήταν πως πλησίαζαν απόκριες, τις οποίες λάτρευα, αλλά φέτος δε θα μπορούσα να ντυθώ τίποτα γιατί όλο και κάποιον έστω και εν αγνοία μου θα προσέβαλα. Δεν είχα καμία διάθεση να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά μου ένας μονόχειρας πειρατής ή μία σέξι νοσοκόμα ή ακόμα χειρότερα μία κυκλική ντουζιέρα. Κι ενώ αισθανόμουν να βυθίζομαι όλο και πιο πολύ στην απόγνωση ξεπετάχτηκε στο μυαλό μου ιδέα, μια φαεινή ιδέα.

“Το βρήκα” μονολόγησα. “Θα ντυθώ εγώ!” και λέγοντας αυτό κοίταξα επιφυλακτικά δεξιά κι αριστερά μήπως με δω να ξεπροβάλω από κάπου προσβεβλημένη αλλά δε με είδα πουθενά. Τι ανακούφιση. Αισθανόμουν πάλι εγώ και ναι, τελικά θα την έκανα αυτή τη βόλτα. Χρειαζόμουν λίγο καθαρό αέρα. Πήρα το παλτό μου και κατευθύνθηκα προς την πόρτα σιγοσφυρίζοντας έναν πολιτικά ορθό σκοπό.