Από όλα τα μοναχικά πλάσματα σε τούτη την πλάση ο άνθρωπος της μεγαλούπολης είναι το πιο μοναχικό απ’όλα. Μόνος ανάμεσα στο απρόσωπο πλήθος, έρημος μέσα στις ορδές των ‘βαρβάρων’ που στοιβάζονται κάθε πρωί και απόγευμα στο μετρό, αποκομμένος από όλους και όλα σε έναν τρόπο ζωής που υποτίθεται πως προάγει τη συνδεσιμότητα λόγω της αναγκαστικής εγγύτητας. Ναι, ο αστός είναι σαν ένα θηρίο πεινασμένο για σύνδεση, για νόημα, για σκοπό. Μια πείνα καταδικασμένη να παραμείνει ανικανοποίητη καθώς ο αστός κλωθογυρίζει μέσα στην καθημερινότητά του προσπαθώντας να δραπευτεύσει από τον μεγαλύτερό του εχθρό, εκείνον που αντικρύζει κάθε φορά που κοιτάζεται στον καθρέφτη.
Θα έλεγε κανείς πως η μοναξιά μέσα στις ασφυκτικά γεμάτες πόλεις είναι κάτι το σπάνιο, αλλά, κατά πως φαίνεται, τείνει να γίνει ο κανόνας. Οι άνθρωποι της πόλης είναι πιο μόνοι από ποτέ και φοβούνται, φοβούνται πολύ. Φοβούνται μήπως χάσουν τη δουλειά τους, φοβούνται μήπως παραμείνουν για πάντα στη δουλειά τους, φοβούνται να κάνουν σχέση και κάνουν σεξ λέγοντας πως είναι σχέση. Φοβούνται να κάνουν και σεξ μήπως κατα λάθος κάνουν σχέση. Φοβούνται μην αρρωστήσουν, μην πεθάνουν. Βασικά ο φόβος της αρρώστιας και του θανάτου έχει τόσο πολύ γιγαντωθεί μέσα τους που πλέον δεν αφήνει χώρο για κάτι άλλο. Κάποτε οι άλλοι ήταν πηγή ασφάλειας, συνδεσιμότητας, προστασίας, ζεστασιάς, αγάπης. Τώρα έχουν γίνει εχθροί, ανταγωνιστές σε μία κοινωνία περιορισμένων αγαθών, φορείς θανατηφόρων μικροβίων που καιροφυλαχτούν πίσω από ένα χρησιμοποιημένο χαρτομάντηλο.
Το αστείο είναι πως, παρότι φοβούνται ο ένας τον άλλον, οι αστοί αρέσκονται να κυκλοφορούν κοπαδιαστά, καμπουριασμένοι πάνω από τη λαμπερή οθόνη του κινητού τους σκρολάροντας ανελλιπώς προς ένα καλύτερο αύριο. Ένα αύριο που δε θα έρθει ποτέ γιατί πάντα εκεί που πάνε λίγο να αναθαρρήσουν, μία καταστροφή ακόμα ξεπετάγεται να τους βυθίσει εκ νέου στον τρόμο. Μία νέα κρίση, ένας ακόμα πόλεμος, ακραία καιρικά φαινόμενα, επιδημίες, δολοφονίες, ληστείες. Το ανελλιπές σκρολάρισμα ανατροφοδοτεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα τον φόβο αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν. Έχουν πια εξαρτηθεί από τον τρόμο και πλέον τον γυρεύουν, τον προσδοκούν. Πως είναι να ζεις δίχως τρόμο; Ποιός ξέρει; Κανένα στόμα δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα. Το ίδιο αναρωτιόταν και ο Βάρναλης αλλά αμφιβάλω αν πήρε απάντηση.
Και βέβαια όλοι την ξέρουμε τη λύση και τούτη είναι η επιστροφή στη φύση. Αλλά κανείς δεν το τολμά γιατί φοβάται πως θα του παρακοστίσει. Οπότε παραμένει αστός και υφίσταται ανηλεώς το ύστατο …