Ο μεγάλος ροζ ελέφαντας

Art created by Midjourney AI

Ήταν μία ηλιόλουστη ημέρα, η πρώτη ημέρα της άνοιξης και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που έμελλε να συμβεί. Το μικρό χωριό, στους πρόποδες του βουνού, φαινόταν να καλοδέχεται τη δροσερή ανοιξιάτικη πνοή μετά τη βαριά ανάσα του χειμώνα.

Ένας χωρικός, έξω στην αυλή του σπιτιού του, έκοβε ξύλα για το τζάκι. ‘Ολη του η προσοχή ήταν στραμμένη στο σωρό από κούτσουρα που ήταν διασκορπισμένα τριγύρω. Έσυρε το πιο κοντινό μπροστά του και έπιασε το τσεκούρι. Ετοιμαζόταν να το υψώσει με φόρα στον αέρα όταν ξαφνικά πάγωσε. Οι τρίχες στο σβέρκο του ορθώθηκαν και μία ανατριχίλα διαπέρασε όλο του το σώμα. Κοίταξε τριγύρω αλλά δεν υπήρχε κανείς. Κι όμως, αυτή η αίσθηση πως κάτι ζοφερό πλησίαζε γινόταν όλο και πιο έντονη. Πήρε μια βαθιά ανάσα. “Τρελαίνομαι”, σκέφτηκε. “Χάνω τα λογικά μου”.

Έσφιξε το τσεκούρι, οι κλειδώσεις του άσπρισαν επάνω στη λαβή. Ετοιμάστηκε πάλι να το σηκώσει όταν με την άκρη του ματιού του είδε μία μορφή προς τα αριστερά, μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού. Γύρισε αργά το κεφάλι και τα μάτια του γούρλωσαν.

Έξω από την πόρτα της αυλής στεκόταν ένας μεγάλος ροζ ελέφαντας. Ο χωρικός ξεροκατάπιε. Δεν είχε ακούσει καν το ογκώδες θηλαστικό να πλησιάζει. Ήταν σαν να είχε εμφανιστεί από το πουθενά. Το ζώο τον κοιτούσε ήρεμα, δε φαινόταν να έχει επιθετικές διαθέσεις, αλλά αυτό που τρόμαξε τον άντρα ήταν το βλέμμα του. Είχε κάτι το περίεργο, ανατριχιαστικό.Έμοιαζε… έμοιαζε σχεδόν ανθρώπινο. Ήταν το βλέμμα ενός ανθρώπου που περιμένει, προσδοκά.

Ο άντρας έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. “Δεν υπάρχουν μεγάλοι ροζ ελέφαντες”, είπε στον εαυτό του. Το επανέλαβε πέντε – έξι φορές για να είναι σίγουρος και τα ξανάνοιξε. Ο ελέφαντας συνέχιζε να είναι εκεί, στο ίδιο σημείο και να περιμένει καρτερικά.

“Δεν υπάρχεις”, φώναξε δυνατά προς την πλευρά του ζώου. “Δεν είσαι πραγματικά εδώ”. Και με αυτά τα λόγια έπιασε το τσεκούρι, το σήκωσε με δύναμη προς τον αέρα και το κατέβασε ορμητικά στο κούτσουρο που βρισκόταν μπροστά του. Συνέχισε να κόβει ξύλα σαν να εξαρτιόταν όλη του η ζωή από αυτό. Ήξερε πως αν ξανακοιτούσε στην πόρτα της αυλής του και έβλεπε τον ελέφαντα να στέκεται ακόμα εκεί τότε όλα θα άλλαζαν για αυτόν με απρόβλεπτο και τρομακτικό τρόπο.

Ο ελέφαντας παρέμεινε μπροστά στην αυλόπορτα περιμένοντας από τον άντρα να γυρίσει να τον κοιτάξει, να τον αναγνωρίσει. Τίποτα όμως δεν έγινε. Μετά από κάμποση ώρα έστρεψε το κεφάλι του και συνέχισε με βαριά αργά βήματα τον δρόμο του προς τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού. Γνώριζε πολύ καλά που πήγαινε και γιατί βρισκόταν εκεί. Ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια όλων αυτών που είχε περάσει τα τελευταία χρόνια το χωριό.

Πριν τρία χρόνια η ζωή κυλούσε ήρεμη σε τούτο το μέρος. Ή έτσι ήθελαν να πιστεύουν οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί. Μέχρι που ήρθε ο λοιμός. Και τότε όλα άλλαξαν. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η ζωή στο χωριό χωριζόταν σε όσα είχαν γίνει πριν τον λοιμό και μετά τον λοιμό.

Κανείς δεν ήξερε από που είχε ξεκινήσει. Άλλοι έλεγαν ότι άρχισε από έναν κυνηγό που είχε βγει να κυνηγήσει στο δάσος και τον είχε δαγκώσει νυχτερίδα. Κάποιος υποστήριξε πως οι πρώτοι που αρρώστησαν ήταν η οικογένεια του νεκροθάφτη. Σίγουρα κάτι μιαρό θα είχε κολλήσει από τους νεκρούς, ψιθύριζαν στα κρυφά ο ένας χωρικός στον άλλον. Όπως και να ‘χε όμως η αρρώστια είχε εγκατασταθεί για τα καλά ανάμεσά τους και ήταν όλοι φοβισμένοι.

Ο άρχοντας του χωριού και οι σύμβουλοί του ανήσυχοι, μετά από πολύωρες διαβουλεύσεις, αποφάσισαν να απαγορεύσουν την κυκλοφορία για να περιορίσουν τη μετάδοση του λοιμού. Οι άνθρωποι θα έμεναν μέσα στα σπίτια τους και θα έβγαιναν μία φορά την ημέρα για να προμηθευτούν τρόφιμα. Οι διασκεδάσεις καταργήθηκαν. Οι δουλειές των χωρικών εγκαταλείφθηκαν. Όποιος κυκλοφορούσε έξω θα έπρεπε να έχει ένα χαρτί με τ’ όνομά του και την ώρα που βγήκε από το σπίτι. Αν το χαρτί έγραφε ψευδή στοιχεία και οι φρουροί που έκαναν τον έλεγχο το αντιλαμβάνονταν, ο κάτοχος της βεβαίωσης θα περνούσε τον επόμενο μήνα στα μπουντρούμια της φυλακής του χωριού.

‘Όλα αυτά είναι προσωρινά”, είπε ο άρχοντας, “μέχρι να περάσει ο λοιμός”. “Το πολύ σε δύο εβδομάδες”, διακήρυτταν οι τελάληδες, “τα πάντα θα έχουν γίνει όπως πριν”.

Οι δύο πρώτες εβδομάδες πέρασαν και μετά πέρασαν και άλλες και άλλες, ώσπου στο τέλος οι χωρικοί έχασαν το μέτρημα. Δεν ήξεραν πια αν είναι καλοκαίρι ή χειμώνας και καταλάβαιναν ότι είναι πρωί ή βράδυ μόνο από το φως του ήλιου και το σκοτάδι. Οι τελάληδες έβγαιναν κάθε ημέρα με το που χάραζε και φώναζαν με τις ντουντούκες τους πως ο λοιμός δεν έχει περάσει. Οι άνθρωποι έπρεπε να παραμείνουν μέσα για να προστατευτούν. Οι άνθρωποι όμως είχαν αρχίσει πια να μην αντέχουν άλλο. Κάποιοι σκέφτονταν να αρπάξουν τα τσεκούρια, τις τσάπες και τα φτυάρια τους και να πάνε να ρωτήσουν τον ίδιο τον άρχοντα με όχι και πολύ ευγενικό τρόπο πότε θα τελείωνε αυτή η ιστορία.

Μία ημέρα οι τελάληδες αντί για τη συνηθισμένη τους προτροπή ‘Mένουμε σπίτι’ είχαν κάτι άλλο να πουν: “Ευχάριστα τα νέα, χωρικοί. Oι θεραπευτές από την πρωτεύουσα του βασιλείου έφτιαξαν ένα προστατευτικό ελιξήριο. Ολημερίς κι ολονυχτίς πασχιζαν μέσα στα εργαστήριά τους να τελειοποιήσουν το ελιξήριο που θα μας δώσει την πολυπόθητη ελευθερία. Και επιτέλους τα κατάφεραν. Σύντομα οι ιππότες του βασιλιά θα το φέρουν και στο χωριό μας. Τελειώνουν τα βάσανά μας!”

Λίγες ημέρες μετά οι φυλακισμένοι στα σπίτια τους χωρικοί είδαν να περνά η φρουρά του βασιλιά συνοδεύοντας μία πολυτελή χρυσοποίκιλτη άμαξα. Ήξεραν πως μέσα της έκρυβε τη σωτηρία που όλοι περίμεναν.

“Μέσα στην άμαξα που θα έρθει βρίσκεται η απάντηση στον λοιμό, το ελιξήριο που θα μας απελευθερώσει από τον έγκλεισμό”, είχαν διακηρύξει οι τελάληδες. “Να ξέρετε, χωρικοί, πως όποιος το πιει δεν κινδυνεύει πια να αρρωστήσει. Είναι προφυλαγμένος”.

Οι χωρικοί έσπευσαν να προμηθευτούν το ελιξήριο που με μεγάλη γενναιοδωρία ο άρχοντας και οι σύμβουλοί παραχωρούσαν δωρεάν σε όλο το χωριό. Σύμφωνα με το αρχοντικό φιρμάνι, εκείνοι που το έπιναν έπρεπε να φοράνε στο μπράτσο ένα μπλε περιβραχιόνιο για να γνωρίζουν όλοι πως ήταν ελιξηριασμένοι. Όσοι πάλι είχαν ήδη αρρωστήσει από τον λοιμό και είχαν αναρρώσει ήταν υποχρεωμένοι να φοράνε ένα πράσινο περιβραχιόνιο για να ξέρουν οι υπόλοιποι ότι υπήρξαν νοσούντες. Αυτοί για έξι μήνες (που μετά έγιναν τρεις για άγνωστο λόγο) δε χρειαζόταν να πιουν το ελιξήριο επειδή είχαν ήδη αποκτήσει προστασία για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα απέναντι στον λοιμό.

Όμως ήταν και κάποιοι άλλοι. Και αυτοί οι άλλοι δεν ήθελαν να πιουν το ελιξήριο. Έλεγαν ότι φοβούνταν το ελιξήριο περισσότερο από τον λοιμό. Έλεγαν πως δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη στον βασιλιά που ήταν ένας βυθισμένος στην τρυφηλότητα άντρας ή και στον άρχοντα που συναγωνιζόταν στη διαφθορά και την ακολασία τον ίδιο τον βασιλιά. Έλεγαν ακόμα πως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται. Έλεγαν αυτά και πολλά άλλα ακόμα.

Ο άρχοντας και το συμβούλιό του προσπάθησαν να μεταπείσουν τους αρνητές του ελιξηρίου. Στην αρχή με προτροπές, μετά με εκβιασμούς και τέλος με προσταγές. Αλλά κανένας από αυτούς τους τρόπους δεν έφερε το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Αποφασίστηκε λοιπόν με άλλο αρχοντικό φιρμάνι να φοράνε ένα κίτρινο περιβραχιόνιο για να ξέρουν όλοι ποιοι ήταν εκείνοι που αρνήθηκαν τη σωτηρία που πρόσφερε δωρεάν το βασίλειο και κατ’ επέκταση ο άρχοντας του χωριού. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό.

Πέρα από το περιβραχιόνιο δεν είχαν πλέον δικαίωμα να συμμετέχουν σε κανένα δημόσιο θέαμα ενώ σε ορισμένους από τους ανελιξηρίαστους απογορεύτηκε να ξαναγυρίσουν στις εργασίες τους. Σε άλλους επιβλήθηκε πρόστιμο κάθε μήνα, έξι χρυσές λίρες που πήγαιναν κατευθείαν στο θησαυροφυλάκιο του άρχοντα. Και για να είναι ακόμα πιο υποδειγματική η τιμωρία τους, κάθε ημέρα οι τελάληδες έβγαιναν και φώναζαν με την ντουντούκα πως αν επιστρέψει ο λοιμός θα είναι γιατί οι σκονισμένοι εναντιώθηκαν στη γενναιόδωρη προστασία του βασιλείου. Με το να είναι ανελιξηρίαστοι έθεταν σε κίνδυνο τους πάντες.

Πέρασαν έτσι κάπου τρία χρόνια με τους χωρικούς χωρισμένους σε τρία χρώματα. Όσοι φορούσαν το μπλε περιβραχιόνιο υποτίθεται πως ήταν οι πιο προνομιούχοι, οι ασκόνιστοι. Γύρισαν στις εργασίες τους και έβγαιναν ελεύθερα. Το ίδιο και εκείνοι με το πράσινο. Όμως κάτι είχε αλλάξει. Μία αίσθηση ζόφου, σαπίλας και απόγνωσης πλανιόταν πάνω από τα μικρά σπίτια. Η μιζέρια είχε φωλιάσει μόνιμα στις ψυχές των περισσοτέρων. Ο φόβος τους για τον λοιμό δε μπορούσε να μετριαστεί ούτε με τις συχνές παρτίδες ελιξηρίου που κατέφθαναν από την πρωτεύουσα του βασιλείου.

Οι κάτοχοι του μπλε περιβραχιονίου αν ήθελαν να συνεχίσουν να κυκλοφορούν ελεύθερα ήταν υποχρεωμένοι κάθε τρεις μήνες να πίνουν το ελιξήριο. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν αλλάξει γνώμη και δεν το ήθελαν πια, αλλά αν το αρνούνταν έχαναν όλα τους τα δικαιώματα. Αμέσως τους αφαιρούνταν το μπλε περιβραχιόνιο και εξαναγκάζονταν να φοράνε ένα κίτρινο. Και δεν υπήρχε τίποτα χειρότερο απ’ το να ανήκεις στην τάξη των κίτρινων.

Οι κίτρινοι ήταν οι ‘παρίες’ του χωριού. Τα άλλα χρώματα τους απέφευγαν είτε γιατί τους φοβόντουσταν ως μολυσματικούς, είτε γιατί τους φθονούσαν ως πιο θαρραλέους. Και αν τύχαινε κάποιος από τα άλλα δύο χρώματα να συναναστρέφεται με κάποιον κίτρινο το έκανε συνήθως στα κρυφά. Τι θα έλεγε ο κόσμος; Αν το μάθαινε ο άρχοντας και οι σύμβουλοί του; Με τι κούτελο θα έμπαιναν ξανά στα καπηλειά της πλατείας;

Οι ίδιοι όμως οι ‘παρίες’ δε φαίνονταν να ντρέπονται για το χρώμα του περιβραχιονίου τους. Μερικοί μάλιστα παρόλες τις δυσκολίες έδειχναν να το φορούν με περηφάνια. Και άντεξαν όλες τις στερήσεις μέχρι που πέρασαν τα τρία αυτά χρόνια.

Ήρθε λοιπόν μια μέρα στο κλείσιμο σχεδόν αυτών των τριών χρόνων, όπου οι τελάληδες βγήκαν και ανακοίνωσαν πως ο λοιμός πλέον δε χρειάζεται να φοβίζει κανέναν. Καταργούνται τα περιβραχιόνια και όλα ξαναγίνονται όπως πριν. Όσοι ήθελαν να συνεχίσουν να παίρνουν το ελιξήριο μπορούσαν να το κάνουν ελεύθερα για να είναι προφυλαγμένοι σε περίπτωση που επέστρεφε ο λοιμός. Όμως και εκείνο πια δεν ήταν υποχρεωτικό.

Οι χωρικοί προσπάθησαν να ξαναπιάσουν τη ζωή τους από εκεί που την είχαν αφήσει πριν από την εμφάνιση του λοιμού. Υπήρχε μία διάχυτη διάθεση στην ατμόσφαιρα να ξεχαστούν όλα και να συνεχίσουν σαν να μην είχε εμφανιστεί ποτέ αυτή η κατάρα στο χωριό τους. Οι περισσότεροι έπεισαν τον εαυτό τους πως εκείνη η περίοδος ήταν ένα μακρινό όνειρο, κάτι που δεν τους συνέβη ποτέ, ένας εφιάλτης που είχαν αφήσει πίσω στην επικράτεια των τρομακτικών ονείρων.

Παρότι όμως ο λοιμός υποτίθεται πως είχε υποχωρήσει, οι άνθρωποι συνέχιζαν να αρρωσταίνουν. Είχαν γίνει εξαιρετικά φιλάσθενοι. Εκεί που κάποτε ένα μικρό κρυολόγημα τους περνούσε με λίγο ζεστό φασκόμηλο και ξεκούραση, τώρα κρεβατώνονταν για μία ολόκληρη εβδομάδα με ψηλό πυρετό. Η διάθεση των χωρικών δεν ήταν καλή. Ένιωθαν πως δεν είχαν την καλή υγεία που είχαν πριν από τρία χρόνια. Και επίσης ήταν κι εκείνοι οι ενοχλητικοί…

Αυτοί που έλεγαν πως ό,τι έγινε δεν μπορεί να σκουπιστεί βιαστικά κάτω από το χαλί. Ότι δεν μπορούν να θαφτούν στη λήθη όλα όσα συνέβησαν αυτά τα χρόνια. Η στέρηση των ελευθεριών, η διάκριση και ο διχασμός των χωρικών, η καταστροφή της οικονομίας του χωριού. Η διαφθορά και ο πλουτισμός του άρχοντα και του βασιλιά την ώρα που όλοι δεινοπαθούσαν. Καλούσαν τους χωρικούς να βγουν, να τα συζητήσουν μεταξύ τους, να μην τα αγνοούν γιατί εκείνα που αγνοούν θα γυρίσουν να πέσουν επάνω τους και να τους συνθλίψουν.

Οι περισσότεροι όμως δεν ήθελαν να ακούσουν. Προτιμούσαν να θάψουν βαθιά μέσα τους όλα όσα είχαν συμβεί. Μερικοί δεν άντεχαν να αντικρύσουν κάποιους άλλους, είτε από φόβο, είτε από ενοχή. Άλλοι φοβόντουσταν για την ίδια τους την υγεία. Αισθάνονταν εύθραυστοι, ασθενικοί. Υπήρχαν και ορισμένοι που δεν άντεχαν να αντικρύσουν ούτε τον ίδιο τους τον εαυτό στον καθρέφτη. Προτιμούσαν να πηγαίνουν τα βράδια στα καπηλειά του χωριού, να πίνουν για να ξεχαστούν κι έπειτα να επιστρέφουν παραπατώντας στο σπίτι.

Έτσι ήταν λίγο πολύ αναμενόμενο μετά από κάμποσο καιρό (κανείς δεν είναι σίγουρος για το πόσο ακριβώς) να εμφανιστεί ο μεγάλος ροζ ελέφαντας. Ήταν η υπενθύμιση όλων όσων δεν είχαν ειπωθεί, αναλυθεί, επιλυθεί. Και όσο περνούσαν οι ημέρες γινόταν όλο και πιο μεγάλος, όλο και πιο βαρύς και επιβλητικός. Ήταν αδύνατον να μην τον προσέξεις. Αλλά όλοι συνέχιζαν, με κόπο είναι η αλήθεια, να τον αγνοούν, να προσποιούνται πως δεν είναι εκεί.

Ίσως ήταν τύχαιο, ίσως και όχι, λίγες εβδομάδες προτού εμφανιστεί ο μεγάλος ροζ ελέφαντας, ο άρχοντας να βγάλει με παρότρυνση του βασιλιά νέο φιρμάνι. Και εκείνο το φιρμάνι έλεγε πως όποιος χωρικός αρχίσει να διαδίδει ανυπόστατες φήμες ότι υπάρχουν μεγάλοι ροζ ελέφαντες θα καταλήξει να αναλογίζεται τις συνέπειες των λεγόμενων του στα μπουντρούμια της φυλακής του χωριού για το υπόλοιπο της ζωής του.

Το τεράστιο θηλαστικό περιδιάβαινε μήνες ολάκερους στα στενά και τα σοκάκια του χωριού. Κανένας δεν το αναγνώρισε, κανένας δεν του έδωσε σημασία. Εκείνο στεκόταν μπροστά τους, δίπλα τους, η βαριά του αναπνοή πάνω από τα κεφάλια τους τους αναστάτωνε, ανακάτευε τα μαλλιά, τα σωθικά τους. Κι όμως εκείνοι έκαναν πως δεν έβλεπαν κάτι, προσπαθούσαν να κρύψουν τον φόβο τους και έπειτα συνέχιζαν την κουβέντα τους ή τη δουλειά τους από εκεί που την είχαν αφήσει.

Και ο μεγάλος ροζ ελέφαντας μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Ώρα με την ώρα θέριευε ώσπου σε τρεις περίπου μήνες είχε γίνει τόσο μεγάλος όσο ήταν το μισό χωριό. Κι όμως ακόμα κανένας δε φαινόταν να τον ‘βλέπει’.

Ήρθε λοιπόν εκείνη η ημέρα που ο μεγάλος ροζ ελέφαντας βγήκε αργά αργά από το χωριό. Κάθισε στην πλαγια πάνω από τα τελευταία σπίτια σαν μεγάλη ζοφερή σκιά και κοιτούσε τους ανθρώπους από κάτω του που έτρεχαν στην καθημερινότητά τους, ίδιοι με μικρά τρομαγμένα μερμηγκάκια. Ένας δύο σήκωσαν απορημένοι το βλέμμα γιατί είχαν συνηθίσει να αγνοούν τον ελέφαντα μέσα στο χωριό και τώρα τον έβλεπαν έξω απ’ αυτό να τους παρατηρεί. Έπειτα θυμήθηκαν όλα όσα υποτίθεται πως πρέπει να ξεχάσουν, έσκυψαν το κεφάλι και συνέχισαν να τρέχουν προς τις δουλειές τους.

Ο μεγάλος ροζ ελέφαντας περίμενε σιωπηλός. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον δουν, να τον αναγνωρίσουν. Να πουν ότι είναι εκεί, αυτός ο μεγάλος, θηριώδης, τερατώδης σε μέγεθος ροζ ελέφαντας είναι μπροστά τους και δεν μπορούν να τον αγνοήσουν. Κανείς όμως δεν το έκανε. Εκείνοι οι ελάχιστοι που θα τον είχαν αποδεχτεί είχαν από καιρό εγκαταλείψει τούτο το χωριό. Είχαν καταλάβει πως αυτός ο τόπος δεν τους ταίριαζε και δεν τους χωρούσε πια.

Ο μεγάλος ρόζ ελέφαντας έριξε μία τελευταία μελαγχολική ματιά στα σπίτια και τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να συνεχίσουν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Έπειτα ύψωσε την προβοσκίδα του και σάλπισε δυνατά για πρώτη φορά. Οι χωρικοί πάγωσαν. Ύψωσαν το βλέμμα προς τα πάνω κοιτάζοντας τον μεγάλο ροζ ελέφαντα που έριχνε την τεράστια σκιά του στο χωριό τους. Αλλά ήταν πια πολύ αργά.

Ο μεγάλος ρόζ ελέφαντας άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας με μανία προς το σπίτια του χωριού. Το ποδοβολητό του έκανε τη γη να σείεται κάτω από τα πόδια των χωρικών. Κανείς δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Κανένας δε σώθηκε απ’ όσους ήταν εκεί. Δεν χρειάστηκε και πολύ. Σε λίγα λεπτά όλα είχαν γίνει σκόνη κάτω από τις τεράστιες όπλες του μεγάλου ροζ ελέφαντα ο οποίος έτρεχε πέρα δώθε μανιασμένος σαρώνοντας τα πάντα στο διάβα του.

Όταν σιγουρεύτηκε πως όλα είχαν κονιορτοποιηθεί σήκωσε ξανά την προβοσκίδα του, έβγαλε ένα τελευταίο σάλπισμα και κίνησε αργά να επιστρέψει από εκεί που είχε έρθει πριν τρεις μήνες.

Το χωριό εξαφανίστηκε από τον χάρτη και μετά από λίγα χρόνια οποιοδήποτε ίχνος ύπαρξής του βυθίστηκε στη λήθη. Οι άνθρωποι δυσκολεύονταν για κάποιον περίεργο λόγο να θυμηθούν πως σ’ εκείνη την ερημιά, όπου δε φύτρωνε και δεν ευδοκιμούσε τίποτα πια, υπήρχε κάποτε ένα πλούσιο χωριό που έγινε σκόνη και διασκορπίστηκε στη λησμονιά του χρόνου.

Ο μεγάλος ροζ ελέφαντας είναι εμπνευσμένος (πέρα από τη γνωστή ιστορία που όλοι γνωρίζουμε) από το φαινόμενο του ‘μεγάλου ελέφαντα στο δωμάτιο’. Περισσότερα μπορείτε να δείτε εδώ