Να σας πω μια ιστορία; Ή καλύτερα, να σας πω ένα παραμύθι; Ξέρετε, σαν αυτά που μας λέγανε παιδιά, όταν ακούγαμε για τον ειδεχθή λύκο που ετοιμαζόταν να καταβροχθίσει την κοκκινοσκουφίτσα και λουφάζαμε τρομαγμένα στην αγκαλιά της μητέρας μας; Ένα τέτοιο παραμύθι είναι και το δικό μου μόνο που τα τέρατα στη δική μου ιστορία έχουν όλα ανθρώπινη μορφή. Διαβάστε το με προσοχή και ελπίζω να μην τρομάξετε γιατί δεν ξέρω κατά πόσον έχετε εύκαιρη τριγύρω την αγκαλιά της μητέρα σας για να λουφάξετε.
Ήταν λοιπόν κάποτε ένα μικρό βασίλειο γεμάτο φυσικές ομορφιές. Με ατελείωτες πεδιάδες, πανύψηλα βουνά, ορμητικά ποτάμια και γαλάζιες θάλασσες όπου το κύμα έσκαγε σε αμμουδερές ακρογιαλιές και οι άνθρωποι, που είχαν την τύχη να ζουν εκεί, ήταν συνήθως χαμογελαστοί. Λέμε συνήθως γιατί υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες που κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί. Βλέπετε, παρότι το βασίλειο αύξανε διαρκώς τους φόρους του δεν κατόρθωνε να αναστρέψει το αρνητικό ισοζύγιο της οικονομίας του και βρισκόταν μονίμως χρεωμένο. Χρεωμένο στην Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία στην οποία υπάγονταν όλα τα βασίλεια εκείνης της εποχής. Το σύνολο λοιπόν αυτών των βασιλικών οφειλών μετακυλούσε στους υπηκόους που βαρυγκομούσαν και απορούσαν. Γιατί ποτέ αυτό το άτιμο χρέος δε φαινόταν να μειώνεται έστω και λιγουλάκι;
Παρόλες όμως τις αντιξοότητες οι άνθρωποι έβρισκαν τρόπους να παραμένουν γελαστοί και ευδιάθετοι. Έβγαιναν έξω και συναντούσαν τους φίλους τους, μαζεύονταν σε ομάδες γύρω από μεγάλες φωτιές, έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν, ερωτεύονταν.
Ώσπου… μία δυσοίωνη ημέρα, στα πρώτα βήματα της άνοιξης όπου ακόμα αναρωτιέσαι αν θα φύγει τελικά ο χειμώνας, βγήκαν στους δρόμους του βασιλείου οι κήρυκες του βασιλιά και άρχισαν να διαλαλούν πως είχε εμφανιστεί ανάμεσά τους ένας απρόσκλητος επισκέπτης, ο λοιμός. Ο λοιμός χρειαζόταν να αντιμετωπιστεί με έκτακτα μέτρα που σε κανονικές συνθήκες θα φαίνονταν περίεργα και ύποπτα. Όμως το επείγον της κατάστασης απαιτούσε να γίνουν θυσίες…από τους υπηκόους. Οι άνθρωποι όφειλαν να παραμείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους, ανακοίνωσαν με στόμφο οι κήρυκες. Το εμπόριο πλέον βρισκόταν σε παύση, οι δημόσιες συναθροίσεις απαγορεύονταν. Ο λοιμός ήταν ύπουλος και οι υπόλοιπες δύο εβδομάδες κρίσιμες. Αυτές ήταν οι εντολές του νεοεκλεγέντα βασιλιά που συνοδεύονταν με την υπόσχεση πως, αν υπακούσουν, πολύ σύντομα (σε δύο εβδομάδες) θα μπορούσαν να ξαναβγούν έξω και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Οι άνθρωποι τρομαγμένοι συμμορφώθηκαν χωρίς αντιρρήσεις. Κλείστηκαν στα σπίτια τους, εγκατέλειψαν τις δουλειές τους, απομακρύνθηκαν από τους φίλους τους και τις οικογένειές τους. Όλα αυτά για να προστατευτούν από τον λοιμό. Και περίμεναν…
Ένα χρόνο μετά…
Τίποτα δεν είχε αλλάξει… Κάθε δύο εβδομάδες οι κήρυκες έβγαιναν στους δρόμους και τα σοκάκια του βασιλείου και ανακοίνωναν πως οι υπήκοοι, κατ’εντολή του βασιλιά και για λόγους ασφαλείας, έπρεπε να παραμείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους γιατί ο λοιμός καιροφυλαχτούσε. Οι επόμενες δύο εβδομάδες ήταν κρίσιμες.
Οι άνθρωποι όμως είχαν σταματήσει πια να τους πιστεύουν κι έχασαν κάθε εμπιστοσύνη στο βασιλιά. Καταλάβαιναν πως το θέμα δεν ήταν ο λοιμός αλλά η αξιοποίησή του μ’ έναν περίεργο και καταχθόνιο τρόπο. Ο βασιλιάς, όλο αυτό το διάστημα που εκείνοι έμεναν κλεισμένοι στα σπίτια τους, ψήφιζε διατάγματα που αύξαναν ακόμα περισσότερο τους φόρους, ξεπουλούσε περιουσίες του βασιλείου, ενώ κυκλοφορούσε, αυτός και οι αυλικοί του, χωρίς κανέναν περιορισμό ξοδεύοντας ασύστολα τα χρήματα του θησαυροφυλακίου. Ήταν λες και ο λοιμός είχε κάνει συμφωνία με την αριστοκρατία να τους αφήσει ήσυχους και να “τραφεί” μονάχα από τους φτωχούς υπηκόους που ήδη είχαν φτάσει στα όριά τους.
Οι άνθρωποι, μην αντέχοντας άλλο τον έγκλεισμό, άρχισαν δειλά δειλά να βγαίνουν έξω. Ξαναγύρισαν στις πλατείες, τις ακρογιαλιές, συνάντησαν πάλι τους φίλους τους, τις οικογένειές τους και το χαμόγελο επέστρεψε στα πρόσωπά τους. Όμως ο βασιλιάς δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος μ’ αυτό.
Άγνωστο για ποιον λόγο, αλλά ο σκοπός του ήταν να καταστρέψει το βασίλειο. Ήθελε να κάνει μία Μεγάλη Επανεκκίνηση και να το ξαναχτίσει από την αρχή επάνω σε καινούργιες βάσεις που περιελάμβαναν ολοκληρωτική στέρηση της ελευθερίας και απόλυτο έλεγχο όλων των κινήσεων των υπηκόων του. Κάποιοι ισχυρίζονταν πως ο βασιλιάς ήταν τρελός, παρανοϊκός, ένας επικίνδυνος ψυχοπαθής που τοποθετήθηκε σε θέση εξουσίας. Όμως οι περισσότεροι πλέον καταλάβαιναν πως δεν είχε καν την ευφυία και την ευελιξία κινήσεων για να πραγματοποιήσει όλο αυτό το περίπλοκο σχέδιο μόνος του ή έστω με τη βοήθεια των ανίκανων αυλικών του.
Η πλειοψηφία των ανθρώπων είχε αντιληφθεί πως ο βασιλιάς τους ήταν μία μαριονέτα. Σίγουρα ψυχοπαθής, αλλά χωρίς καμία δική του πρωτοβουλία. Ένα πειθήνιο όργανο που ακολουθούσε εντολές. Και ακολουθώντας κατά γράμμα τις εντολές που του είχαν δοθεί, να καταπνίξει δηλαδή κάθε αντίσταση μέχρι να ολοκληρωθεί το πλάνο, έδωσε διαταγή στους φρουρούς του βασιλείου να πριμοδοτούν με πρόστιμα και ψυχολογική βία οποιονδήποτε υπήκοο έβρισκαν να παραβιάζει τις διαταγές του.
Τα μέλη όμως της φρουράς δεν ασκούσαν με επιμέλεια τα νέα τους καθήκοντα. Ήταν απλοί άνθρωποι και δεν ήθελαν να γίνουν εργαλείο επιβολής όλων αυτών των παράλογων κανόνων. Ούτως ή άλλως ο σκοπός τους μέχρι τότε, υποτίθεται πως ήταν η εξασφάλιση της τήρησης των νόμων και η προστασία όσων είχαν ανάγκη. Έτσι έκαναν “τα στραβά μάτια” και ο κόσμος συνέχισε να βγαίνει έξω αγνοώντας τους περιορισμούς που ήθελε να επιβάλει ο γκεμπελίσκος βασιλιάς.
O βασιλιάς βρέθηκε σε δεινή θέση. Βασιζόταν στη στήριξη της φρουράς. Χωρίς αυτή ήταν δύσκολο να υλοποιήσει το σχέδιο που του είχε στείλει σε αναλυτική αναφορά η Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία. Έπρεπε να δράσει γρήγορα. Και καθόσον ήταν ένας άνθρωπος διεφθαρμένος μέχρι το κόκκαλο, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό προκειμένου να δημιουργήσει τριβές ανάμεσα στους πολίτες και τα μέλη της φρουράς.
Έψαξε και βρήκε ανάμεσα στη φρουρά και στους υπηκόους του εκείνους τους ελάχιστους που ήταν επιρρεπείς στη διαφθορά και πρόθυμοι να χρηματιστούν. Ξαφνικά λοιπόν, ως εκ θαύματος, ταραχές ξέσπασαν απ’ άκρη σ’άκρη του βασιλείου. Οι χρηματιζόμενοι και από τις δύο πλευρές, ακολουθώντας τις εντολές που τους είχαν δοθεί, άρχισαν να συμπεριφέρονται με πρωτόφαντη επιθετικότητα σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς καμία πρόκληση. Οι μεν προς τους δε και τούμπαλιν.
Οι συγκρούσεις γενικεύτηταν καθώς ο κόσμος δεν είχε αντιληφθεί το σχέδιο και το βασίλειο βρέθηκε πολύ κοντά σ’ έναν εμφύλιο διχασμό. Ο βασιλιάς έτριβε κρυφά τα χέρια του από ναρκισσιστική ικανοποίηση. Προκειμένου να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του, θαύμαζε καθημερινά πολλές φορές τον εαυτό του στον καθρέφτη δίνοντας συγχαρητήρια στο είδωλό του που του αντιγύριζε με περηφάνεια το βλέμμα. Φτωχέ βασιλιά. Θύμιζε τόσο πολύ μία καρικατούρα του Δρακουμέλ εκείνες τις στιγμές, που αν τύχαινε κάποιος από τους υπηκόους του να τον έβλεπε σε μία απ’ αυτές τις αυτοσυγχαρητήριες εκδηλώσεις στοργής, θα κρατούσε την κοιλιά του από τα γέλια.
Όμως το ολιγομήχανο σχέδιο του ψυχοπαθή ηγέτη άρχισε να εμφανίζει ρωγμές. Ορισμένοι πιο ψύχραιμοι και από τις δύο πλευρές αντιλήφθηκαν τι ακριβώς συνέβαινε. Συναντήθηκαν λοιπόν και συνομίλησαν μυστικά μεταξύ τους σχεδιάζοντας το δικό τους πλάνο. Μετά από ενδελεχή έρευνα εντόπισαν τους εμβόλιμους χρηματιζόμενους ταραχοποιούς. Αφού τους συνέλαβαν, συγκάλεσαν μία δημόσια συνάθροιση, όπου προσκάλεσαν όλο τον κόσμο να παρευρεθεί και τους έβαλαν να αποκαλύψουν, εκεί μπροστά στο πλήθος, ποιος ήταν ο πραγματικά υπεύθυνος που υποκινούσε τις συγκρούσεις ανά το βασίλειο. Όταν ολοκληρώθηκε η συνάθροιση και ο κόσμος άρχισε να αποχωρεί, είχαν όλοι κατασταλάξει σε δύο ακλόνητες συνειδητοποιήσεις. Καταλάβαιναν πρώτον πως ενωμένοι μαζί ήταν ανίκητοι. Και δεύτερον γνώριζαν πως το μόνο που χρειαζόταν να κάνουν ήταν να σταματήσουν να συμμορφώνονται χωρίς κανέναν φόβο.
Μέσα στις επόμενες εβδομάδες τα πάντα άλλαξαν στο μικρό βασίλειο. Το εμπόριο επανήλθε όπως ήταν πριν τις ημέρες του λοιμού. Οι άνθρωποι επέστρεψαν στις εργασίες τους, τα παιδιά στα σχολεία τους. Τα μέλη της φρουράς επιτηρούσαν και βοηθούσαν, μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν, στην ομαλή επαναφορά της ζωής τους όπως ήταν πριν.
Όσον αφορά τον βασιλιά και τους αυλικούς του, αυτοί… απλά αγνοήθηκαν. Υπήρχε μία άτυπη συμφωνία ανάμεσα στους υπηκόους και τα μέλη της φρουράς να τους συμπεριφέρονται σα να μην υπήρχαν. Και αυτό ακριβώς έκαναν με απόλυτη επιτυχία.
Το μεγαλύτερο πλήγμα για έναν ναρκισσιστή είναι να αγνοήσεις την ύπαρξή του. Ο βασιλιάς θεωρούσε αδιανόητο αυτό που του συνέβαινε. Σε ποιον; Σε αυτόν; Τον υπέρτατο ηγέτη; Οι άνθρωποι έμπαιναν στο παλάτι, κάθονταν στο τραπέζι του, ακόμα και στον θρόνο του. Διοργάνωναν γλέντια όπου όλοι έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν αλλά κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Περνούσε από δίπλα τους και ένιωθε αόρατος. Στα μάτια των υπηκόων του ήταν σα να είχε πεθάνει.
Προσπαθώντας να διασώσει ότι μπορούσε από το ναρκισσιστικό εγωισμό του, κατέφυγε όσο πιο γλήγορα μπορούσε στα κεντρικά της Ομοσπονδιακής Αυτοκρατορίας. Η Αυτοκράτειρα όμως ήταν μία ψυχρή γυναίκα και η λέξη έλεος δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό της. Προκειμένου να ταπεινώσει τον εκθρονισμένο βασιλιά ακόμα περισσότερο, του έδωσε το ρόλο του γελωτοποιού και είχε την απαίτηση κάθε ημέρα να την ψυχαγωγεί κάνοντας κωλοτούμπες μπροστά σ’ εκείνη και τους αυλικούς της. Βλέπετε, η αυτοκράτειρα είχε άμεση ανάγκη από ψυχαγωγία καθώς όλα τα βασίλεια της Αυτοκρατορίας αποστατούσαν το ένα μετά το άλλο και βρισκόταν σε δεινή θέση. Η Μεγάλη Επανεκκίνηση που σχεδίαζε φαινόταν να βουλιάζει προτού καλά καλά εκδηλωθεί. Ωωω, τι κρίμα!
Τ έ λ ο ς
ΥΓ1: Μην ξεχνάτε πως όλο αυτό είναι ένα παραμύθι και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Ή μήπως όχι;
ΥΓ2: Διαβάστε αν θέλετε το λήμμα της Wikipedia για την προβοκάτσια. Αναζητήστε αν επιθυμείτε περισσότερα για το θέμα. Έτσι, για ενημερωτικούς σκοπούς… https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%81%CE%BF%CE%B2%CE%BF%CE%BA%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%B1
ΥΓ3: Keep on rocking