Αν το καλοσκεφτεί κανείς, οι δύο μεγαλύτερες επαναστάσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας ξεκίνησαν από ένα μήλο. Η πρώτη ήταν η επανάσταση της επιστήμης όταν ανακαλύφθηκε ο νόμος της βαρύτητας και η δεύτερη η δική μου μόλις κατάλαβα πέρα από κάθε αμφιβολία πως το μήλο είναι το πιο βαρετό φρούτο στον κόσμο. Αυτή ήταν η τελευταία σπρωξιά που χρειαζόμουν για να βρεθώ με έναν δυνατό πάταγο στο δρόμο της αμφισβήτησης των πάντων μετά από πέντε χρόνια εγκλεισμού σε τούτο εδώ το σπίτι.
Όλα ξεκίνησαν πριν δύο εβδομάδες περίπου, με την απόφασή μου να παραλείψω την τελευταία δόση μήλου για την ημέρα. Ποτέ μου δεν είχα συμπαθήσει το συγκεκριμένο φρούτο και το να με υποχρεώνουν να το τρώω καθημερινά, ήταν σίγουρο πως αργά ή γρήγορα θα με οδηγούσε εκεί που τελικά βρέθηκα. Το διατροφιμό μου πρόγραμμα, για το οποίο με ενημέρωναν ηλεκτρονικά κάθε μήνα, παρόλες τις εναλλαγές του σε όλα τ’άλλα, περιείχε σταθερά κάθε ημέρα τρία από τα καταραμένα αυτά φρούτα. Ήταν πια σα να με προκαλούσαν να αντιδράσω.
Η συμμόρφωση μου όλο αυτό το χρονικό διάστημα είχε υπάρξει υποδειγματική σ’ότι κι αν μου είχαν επιβάλει. Όταν μας ενημέρωσαν πως ο ιός μετά την τελευταία του μετάλλαξη είχε αποδεκατίσει τον ανθρώπινο πληθυσμό, δέχτηκα αδιαμαρτύρητα το γεγονός του εγκλεισμού μου και όλα τα άλλα που μου ζητήθηκαν. Οι ελάχιστοι επιζώντες όφειλαν να διαφυλαχθούν ως κόρη οφθαλμού. Η επιβίωση του ανθρώπινου είδους πλέον επαφιόταν σε εμάς, τους λίγους εναπομείναντες, και στα ικανά χέρια του Οργανισμού Διαχείρισης Ιού που συστάθηκε για να αντιμετωπίσει την κρίση.
Συμφώνησα λοιπόν να παραμείνω σε προστατευμένο περιβάλλον, ειδικά επιλεγμένο από τον Ο.Δ.Ι., μέχρι να βρεθεί μία αποτελεσματική θεραπεία για να μπορέσουμε ξανά να επανεκκινήσουμε, όσοι από εμάς είχαμε απομείνει, την ανθρωπότητα. Ως τότε όμως όφειλα να υπακούω τυφλά αυτά που μου υπαγόρευαν στο μηνιαίο δελτίο το οποίο μου έστελναν ηλεκτρονικά στην αρχή κάθε μήνα. Το δελτίο περιελάμβανε το διατροφικό μου πρόγραμμα για τις επόμενες τριάντα ημέρες, γενικές υποδείξεις ως προς τη συμπεριφορά μου και τα τελευταία νέα του Ο.Δ.Ι. σχετικά με την εξέλιξη στην εύρεση θεραπείας.
Πέντε χρόνια μετά τίποτα δεν είχε αλλάξει παρά μόνο η ανοχή και η υπομονή μου. Βάδιζα πια στον έκτο χρόνο της απόλυτης στασιμότητας όταν εκείνο το απόγευμα, την ώρα που κρατούσα το διαολεμένο μήλο, κατάλαβα πως πια δε μπορούσα να συνεχίσω άλλο. Πήρα το μαχαίρι φρούτου, πήγα στο μπάνιο, έκοψα το μήλο σε χίλια μικρά κομματάκια και το έριξα στη λεκάνη τραβώντας το καζανάκι. Ήταν το πρώτο μου παράπτωμα από τότε που με είχαν εγκαταστήσει μέσα σ’αυτό το σπίτι.
Η επιβολή τιμωρίας ήταν άμεση. Έτσι επιβεβαιώθηκε η υποψία μου πως οποιαδήποτε κίνησή μου σ’αυτό το χώρο παρακολουθείται συστηματικά. Την επόμενη κιόλας ημέρα, το πρωί, ενημερώθηκα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο πως διακόπτεται η πρόσβασή μου στην ερωτική ζώνη του κβαντικού δικτύου για τους επόμενους δύο μήνες. Το μήνυμα περιελάμβανε κάτω απο την κοινοποίηση των πειθαρχικών μέτρων και ένα μακροσκελές κείμενο για την ατομική μου ευθύνη και την επιτακτική ανάγκη να συμμορφώνομαι με τις κατευθυντήριες γραμμές του Ο.Δ.Ι. Σύμφωνα με τον συντάκτη τέτοιες απείθαρχες πράξεις δυσχέραιναν το ήδη δύσκολο έργο των μελών του Οργανισμού στην προσπάθειά τους να διασώσουν την ανθρωπότητα. Έκλεισα τον υπολογιστή μου και πήρα δύο βαθιές ανάσες. Ένιωθα μία έντονη παρόρμηση να καταστρέψω με μανία όλα όσα με περιστοίχιζαν μέσα σε αυτή τη φυλακή που με είχαν βάλει. Δεν έπρεπε όμως να το κάνω. Ήξερα πως αμέσως μετά θα ακολουθούσαν και άλλα πιο αυστηρά πειθαρχικά μέτρα. Αντί για αυτό λοιπόν έκρυψα το πρόσωπό μου στα χέρια μου και έκλαψα από οργή και απόγνωση.
Πέρασαν δύο εβδομάδες για να καταλάβω πως είχα υποτιμήσει την αυστηρότητα της τιμωρίας. Η απώλεια της ερωτικής ζώνης ήταν τελικά ένα τεράστιο πλήγμα. To ήξερα πως ήταν ένα φτηνό υποκατάσταστο αλλά, πέρα από τον υπάλληλο του Ο.Δ.Ι. που ερχόταν για έλεγχο μία φορά το μήνα, ήταν ότι πιο κοντινό είχα σε επαφή με το είδος μου. Τώρα συνειδητοποιούσα πόσο πολύ μου είχε λείψει η ανθρώπινη εγγύτητα που κόντευα σχεδόν να ξεχάσω. Ο Οργανισμός, παρόλους τους άλλους περιορισμούς, αναγνώριζε την ανάγκη για ικανοποίηση της σεξουαλικής επιθυμίας. Γι’ αυτό άλλωστε επέτρεπε και την ύπαρξη της ερωτικής ζώνης η οποία αποτελούνταν από ολιγόλεπτες σκηνές σεξουαλικών συνευρέσεων, απομεινάρι των παλαιών καλών εποχών, όπου άνθιζε η πορνογραφία. Παρότι το ρεπερτόριό της ήταν λογοκριμένο, όπως και όλα στο κβαντικό δίκτυο, και μπορούσα να κάνω χρήση μόνο για δέκα λεπτά την ημέρα, μου έδινε τροφή για περαιτέρω επεξεργασία. Πολύ αργότερα όταν θα αποσυρόμουν στα ενδότερά μου για νυχτερινή ξεκούραση, κάτω από τα σκεπάσματα έδινα συνέχεια στα σενάρια που είχα δει ώρες πιο πριν να διαδραματίζονται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, μέχρι να φτάσω στη μοναχική μου κορύφωση.
Όμως κι αυτό είχε πλέον τελειώσει. Τις πρώτες μέρες προσπαθούσα να απασχολήσω το μυαλό μου με ότι άλλο μου προσέφερε το κβαντικό δίκτυο. Η λογοκριμένη εκδοχή του κάποτε ελεύθερου διαδικτύου πέρα από την ερωτική ζώνη περιελάμβανε ειδήσεις και τα κυβερνομπότς. Οι ειδήσεις ήταν απόλυτα ελεγχόμενες. Η διασπορά της πληροφορίας ήταν ένας από τους παράγοντες που έπρεπε να τεθεί μέσα σε προκαθορισμένα όρια, μία ακόμα μεταβλητή για τις επιστημονικές αναλύσεις των μελών του Οργανισμού.
Οι αρχικές μου σκέψεις για επανάσταση είχαν βυθιστεί σ’ ένα βαλτώδες τέλμα. Η κατάθλιψη κινδύνευε να εγκατασταθεί πια μόνιμα στην ήδη ζοφερή μου πραγματικότητα. Μου έλειπε η ανθρώπινη επαφή. Η συντροφικότητα και η δημιουργία διαπροσωπικών επαφών είχαν τεθεί, με εντολή του Ο.Δ.Ι., σε αναστολή επ’αόριστον. Ο ιός μεταδιδόταν πολύ εύκολα και η ανάπτυξη συντροφικών σχέσεων δημιουργούσε ανεπιθύμητους συναισθηματισμούς που δυσχέραιναν το έργο του Οργανισμού. Πρωταρχικός στόχος ήταν η επιβίωση και το συναίσθημα αποτελούσε πρόσκομμα σε αυτή την προσπάθεια. Ήταν η ανάγκη για συντροφικότητα που είχε οδηγήσει στην κατάσταση που βρισκόμασταν σήμερα. Πλέον οποιαδήποτε επιθυμία για επικοινωνία καλυπτόταν από τα κυβερνοbots που υποτίθεται ότι μπορούσαν να προσομοιώσουν την ανθρώπινη επικοινωνία.
Τα σιχαινόμουν τα κυβερνοbots. Ήταν ψυχρά και αποστειρωμένα. Η μηχανική τους φωνή στερούνταν οποιασδήποτε συναισθηματικής έκφρασης. Δεν έβρισκα τίποτα ενδιαφέρον να συζητήσω μαζί τους. Μου θύμιζαν ομιλούσα εγκυκλοπαίδεια με περιορισμένο και προβλέψιμο ρεπερτόριο συμπεριφορών. Ήξερα καλά πως κάθε συνομιλία μαζί τους καταγραφόταν και πήγαινε στα κεντρικά του Οργανισμού για ανάλυση και εντοπισμό τυχόν ανησυχητικών ενδείξεων που μπορεί να προμήνυαν επικείμενη απείθεια στο πρόγραμμα που μας είχε επιβληθεί.
Η μόνη αντίσταση που μπορούσα να επιδείξω ήταν μόνο εσωτερική. Καθημερινά έστελνα από μέσα μου στο διάολο όλες τις προφυλάξεις για τον ιό και τα μέτρα για την επιβίωση του είδους. Είχα ανάγκη να νιώσω την εγγύτητα που είχα στερηθεί όλα αυτά τα χρόνια. Απορούσα και η ίδια πως τα είχα καταφέρει τόσον καιρό χωρίς αυτή την αίσθηση της ανθρώπινης επαφής. Δεν μπορούσα άλλο τη μοναξιά. Ήμουν φυλακισμένη μέσα σ’ αυτό το σπίτι χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Χωρίς καμία προοπτική για να αλλάξει κάτι.
Tώρα πλέον καταλάβαινα πως ακόμα και με την άρση της απαγόρευσης στη χρήση της ερωτικής ζώνης δε θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ ακόμα διατηρώντας τα λογικά μου. Ήθελα να βρεθώ μαζί μ’ένα άλλο ανθρώπινο ον, να νιώσω το άγγιγμά του, να αισθανθώ ένα άλλο σώμα να βρίσκεται κοντά μου. Και κάπως έτσι κατέληξα σ’ ότι μου είχε απομείνει, την επόμενη επίσκεψη του CH125847.
Ο CH125847 ήταν ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο ερχόμουν σε μία υποτυπώδη επαφή όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν ο υπάλληλος εφοδιασμού και ελέγχου, που με επισκεπτόταν την πρώτη ημέρα κάθε μήνα και στην ουσία η μόνη μου επικοινωνία με το ανθρώπινο είδος, χωρίς όμως να έχουμε μιλήσει ποτέ. Έμπαινε μέσα στο χώρο και επιτελούσε τα καθήκοντά του με απόλυτη προσήλωση αγνοώντας εντελώς την παρουσία μου. Δεν ήξερα καν πως ήταν εμφανισιακά. Εξαιτίας την ολόσωμης προστατευτικής στολής που φορούσε δεν είχα δει ποτέ το πρόσωπό του. Ήξερα μόνο την κωδική του ονομασία που ήταν ραμμένη μπροστά στην αριστερή πλευρά του στέρνου του, CH125847.
Μερικές φορές φαντασιωνόμουν πως καθώς κρυβόμουν κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της κρεβατοκάμαρας, αυτός ήταν ξαφνικά εκεί. Δεν ήξερα πως είχε έρθει αλλά ένιωθα την παρουσία του. Τον αφουγκραζόμουν καθώς έβγαζε σιγά σιγά τη στολή του. Αφουγκραζόμουν τον ήχο που έκανε το ύφασμα καθώς τριβόταν επάνω στην επιδερμίδα του, το φερμουάρ που ξεκούμπωνε. Αυτό και μόνο με τρέλαινε από αδημονία και τον περίμενα με κομμένη την ανάσα. Επειτα το χέρι του παραμέριζε τα σκεπάσματα και ερχόταν να πλαγιάσει δίπλα μου.
Πως να ήταν άραγε χωρίς τη στολή; Το μόνο που μπορούσα να αντιληφθώ απ’ όλο αυτό τον εξοπλισμό ήταν ότι αναφορικά με το ύψος του βρισκόταν αρκετά κάτω από τον μέσο όρο. Ήταν στ’αλήθεια πολύ κοντός αλλά δεν με ένοιαζε. Δε με ένοιαζε καθόλου, ιδίως σήμερα που ήταν η πρώτη του μήνα και ήξερα πως θα έκανε την προγραμματισμένη του επίσκεψη. Μέσα στη μουντάδα και το σκοτάδι που είχαν πυκνώσει επικίνδυνα τις τελευταίες εβδομάδες, αυτή η επίσκεψη ήταν μία φωτεινή ηλιαχτίδα ανθρώπινης επαφής.
Ακριβώς στις δώδεκα η πόρτα άνοιξε απ’έξω αυτόματα. Ο CH125847 μπήκε κρατώντας ένα e-pad στο δεξί γαντοφορεμένο του χέρι και σέρνοντας με το αριστερό ένα τρέιλερ που περιείχε τα απαραίτητα εφόδια του μήνα. Επάνω επάνω στο τρέιλερ διέκρινα με μία αίσθηση δυσαρέσκειας ένα τελάρο γεμάτο με μήλα.
Αρχικά κατευθύνθηκε στο ψυγείο όπου και τον είδα να ελέγχει τα αποθέματα τροφίμων και να τοποθετεί αυτά που έχει φέρει. Ήμουν καθισμένη όπως πάντα στον καναπέ κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του αλλά ο χώρος του σαλονιού με την κουζίνα ήταν ενιαίος και είχα άπλετη θέα στις δραστηριότητές του.
Όταν έβαλε όλα τα τρόφιμα στο ψυγείο τον παρακολούθησα να περνά σχεδόν από μπροστά μου και να προχωρά προς το μπάνιο. Ήξερα πως θα έπαιρνε επάνω από το νιπτήρα, όπου είχα εντολή να το αφήνω, το μικροσκοπικό σωληνάριο με το μηνιαίο δείγμα αίματος για τις τακτικές μας εξετάσεις που ζητούσε ο Ο.Δ.Ι. Όλη αυτή την ώρα τον παρατηρούσα αμίλητη. Ποτέ άλλωστε δεν είχα δοκιμάσει να επικοινωνήσω μαζί του γιατί φοβόμουν τις κυρώσεις από τα κεντρικά του Οργανισμού. Είχα όμως μάθει καλά τη συνηθισμένη του ρουτίνα. Μετά το μπάνιο σειρά είχε η κρεβατοκάμαρα και έπειτα ο έλεγχος και ο ανεφοδιασμός θα ολοκληρώνονταν.
Πρόσεξα το βάδισμά του καθώς τον έβλεπα να μετακινείται από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Ο CH125847 περπατούσε λίγο σκυφτά και άγαρμπα, φαινόταν σα να έσερνε κάπως τα πόδια του. Γιατί άραγε; Μήπως ήταν κάποιο γενετικό ελάττωμα που καθιστούσε τους συγκεκριμένους ανθρώπους περισσότερο αναλώσιμους; Λογικά οι πιο αναλώσιμοι είναι και οι πιο ιδανικοί για να αναλαμβάνουν αυτού του είδους τα καθήκοντα. Η έξοδος σε έναν κόσμο με τον ιό να καιροφυλαχτεί, ακόμα και με στολή, έμοιαζε πολύ με αποστολή αυτοκτονίας.
Πιθανόν σε έναν υγιή πλανήτη όπου θα κυκλοφορούσα ελεύθερη και οι επιλογές μου θα ήταν πολλαπλάσιες της σημερινής, θα τον είχα απορρίψει για κάποιον ψηλότερο και ευθυτενή. Τώρα όμως μου φαινόταν πως αυτός ο μικρόσωμος σκυφτός άντρας, ο οποίος τραβούσε σχεδόν τα πόδια του σε κάθε βήμα, ήταν η μοναδική μου ελπίδα για εγγύτητα και επαφή.
Τον είδα να βγαίνει από το μπάνιο και να κατευθύνεται στην κρεβατοκάμαρα. Είχε έρθει η στιγμή! Σηκώθηκα και τον ακολούθησα αλλά αυτός δε φάνηκε να δίνει σημασία. Ποτέ δεν μου έδινε άλλωστε αλλά αυτή τη φορά δε σκόπευα να το αφήσω έτσι.
Στάθηκα στην είσοδο του δωματίου κάπως αναποφάσιστη. Αν συνέχιζα, αυτό που θα έκανα δεν θα είχε γυρισμό. Εκείνος βρισκόταν ήδη μπροστά στη ντουλάπα μου, την είχε ανοίξει και είχε αρχίσει ήδη να καταγράφει τις περίεργες μετρήσεις του με το e-pad. “Ή τώρα ή ποτέ!” σκέφτηκα και έκλεισα απαλά την πόρτα πίσω μου. Έπρεπε να δράσω γρήγορα προτού χαθεί η ευκαιρία. Έβγαλα βιαστικά το πάνω μέρος της φόρμας μου και το στηθόδεσμο και τον πλησίασα σιγά σιγά από πίσω. Ο CH125847 συνέχιζε εντατικά να εισάγει τα στοιχεία στη μικρή φορητή συσκευή χωρίς να φαίνεται πως έχει αντιληφθεί οτιδήποτε. Περίμενα με κομμένη την ανάσα. Σε κάποια φάση φάνηκε να ολοκληρώνει και το τελευταίο μέρος της αποστολής του. Τον είδα πάνω από τον ώμο του να σβήνει τη συσκευή. Έκλεισε προσεκτικά τα φύλλα της ντουλάπας και γύρισε για να φύγει όταν σχεδόν έπεσε επάνω μου, επάνω σε μία ημίγυμνη γυναίκα που τον κοιτούσε με προσμονή.
Τραβήχτηκε τόσο απότομα προς τα πίσω που σκόνταψε στη ντουλάπα και η συσκευή έπεσε από τα χέρια του κατρακυλώντας λίγο πιο πέρα. Κανείς από τους δυο μας δεν της έδωσε σημασία. Τον πλησίασα ακόμα περισσότερο και εκείνος μαζεύτηκε πιο πολύ κολλώντας επάνω στο φύλλο της ντουλάπας, σα να ήταν η τελευταία σανίδα σωτηρίας.
Το πρόσωπό μου ακούμπησε σχεδόν το δικό του που το έκρυβε η προστατευτική μάσκα που φορούσε. Έτσι όπως έστεκε τόσο κοντά μου καταλάβαινα πως ήταν αρκετά πιο κοντός από εμένα. Αλλά δεν είχε καμία σημασία.
“Σε παρακαλώ…” Η φωνή μου είχε έναν τόνο απόγνωσης και ικεσίας. “Δε θέλεις να με αγγίξεις;”
Ο άντρας απέναντί μου έδειχνε αποσβολωμένος. Παρατήρησα πως πήγαινε με το δεξί του χέρι να πατήσει ένα κουμπί που βρισκόταν στο πλάι της στολής του. Προφανώς ήταν κάποιου είδους ειδοποίησης προς τα κεντρικά του Οργανισμού. Δεν έπρεπε να τον αφήσω να το κάνει.
Του βούτηξα το χέρι στον αέρα. Τον κοίταξα με λαχτάρα. “Θέλω απλά να με αγγίξεις. Να… Για δες…” Έφερα το γαντοφορεμένο του χέρι σιγά σιγά επάνω στο στήθος μου και το ακούμπησα εκεί πιέζοντάς το. Η αίσθηση και μόνο ενός άλλου ανθρώπινου όντος να με αγγίζει με παρέλυσε από ευχαρίστηση. Έγλειψα τα χείλη μου. Είχα ξεχάσει πως ήταν. Ο CH125847 φαινόταν να έχει παγώσει. Δεν έκανε καμία κίνηση αλλά δεν τράβηξε και το χέρι του. Αυτό μου έδωσε θάρρος. Πήρα το άλλο χέρι του που κρεμόταν παράλυτο στο πλάι και το έβαλα γύρω από τη μέση μου. Τώρα αισθανόμουν σα να με είχε αγκαλιάσει. Το δικό μου χέρι κατευθύνθηκε ανάμεσα στα πόδια του στο σημείο που ήξερα ότι μπορούσα να τον ερεθίσω. Άρχισα απαλά να τον τρίβω εκεί επάνω από τη στολή. Η όλη διαδικασία με τρέλαινε. Όλα αυτά που έβλεπα επί πέντε χρόνια στην ερωτική ζώνη πλέον τα έκανα η ιδια πράξη.
Μετά από λίγα λεπτά τον άκουσα που βαριανάσαινε. Ώστε τελικά οι προσπάθειές μου είχαν φέρει αποτέλεσμα. Το καταλάβαινα και από το όργανό του που το ένιωσα να σκληραίνει κάτω από το χέρι μου. Ο CH125847 με τράβηξε απότομα πιο κοντά του.
Έπρεπε να προχωρήσουμε το συντομότερο στο επόμενο στάδιο. Σίγουρα τα κεντρικά του Οργανισμού μας παρακολουθούσαν και πολύ πιθανόν να εισέβαλαν στο σπίτι από στιγμή σε στιγμή.
Τον τράβηξα από το χέρι. “Έλα” του είπα. “Θέλω να σε νιώσω.” Στάθηκα μπροστά στο κρεβάτι και με τα δυο μου χέρια έπιασα το κράνος της στολής για να το τραβήξω. Εκείνος αντέδρασε. Τραβήχτηκε προς τα πίσω.
Τον πλησίασα, πήρα τα χέρια του και τα ακούμπησα επάνω στο στήθος μου. “Μη φοβάσαι. Βλέπεις τι ζεστή και απαλή που είμαι; Δε θέλεις να με αγγίξεις χωρίς όλον αυτόν εξοπλισμό; Εγώ θέλω να σε νιώσω επάνω μου γυμνό.”
Έπιασα ξανά το κράνος. Αυτή τη φορά δεν αντέδρασε. Το τράβηξα με δύναμη και έμεινα να κοιτάζω σοκαρισμένη δύο μαύρα μάτια. Τα μάτια ενός χιμπατζή.
Παρόλο το σοκ το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς. Δεν ήταν ένας συνηθισμένος χιμπατζής, αυτό ήταν σίγουρο. Πιθανόν ο Οργανισμός να είχε τροποποιήσει γενετικά αυτό το πλάσμα για να το θέσει στην υπηρεσία του. Αλλά γιατί να είχε κάνει κάτι τέτοιο; Εκτός κι αν… Είχαμε μείνει τόσο λίγοι λοιπόν; Ή δεν είχε μείνει κανένας; Μήπως ήμουν η τελευταία από το είδος μου, κλεισμένη σ’ ένα σπίτι που το διαχειριζόταν ένας αυτοματοποιημένος μηχανισμός, περιστοιχισμένη από άψυχα αντικείμενα; Ο CH125847 ήταν το μοναδικό ζωντανό πλάσμα με το οποίο είχα έρθει σε επαφή από τότε που μπήκα εδώ μέσα.
Κοίταξα ξανά προσεκτικά το βλέμμα του. Έδειχνε ευφυία. Όχι το είδος της ευφυίας που θα συναντούσα σ’ έναν άνθρωπο αλλά κάτι άλλο, διαφορετικό. Κι όμως εκεί μέσα αντιλαμβανόμουν κάποιου είδους κατανόηση. Ναι, αισθανόταν την ίδια μοναξιά με εμένα, το έβλεπα πια ξεκάθαρα. Ήμασταν δύο διαφορετικά πλάσματα δεμένα στο ίδιο πεπρωμένο.
Δεν είχα καταλάβει πόσο μόνη ήμουν μέχρι που ένιωσα το άγγιγμα του επάνω μου. Τα χέρια του είχαν αρχίσει να τρίβουν απαλά το στήθος μου και συνειδητοποίησα πως η επαφή μου ήταν κάθε άλλο παρά δυσάρεστη. Έκλεισα λίγο τα μάτια για να το απολαύσω περισσότερο.
Ναι, δεν είχε σημασία αν ήταν άνθρωπος ή όχι. Ο CH125847 ήταν η μοναδική μου ευκαιρία για την εγγύτητα που αποζητούσα. Ήταν ζωντανός και ένιωθε. Το καταλάβαινα απ’τον τρόπο που με άγγιζε. Τον πλησίασα και άρχισα σιγά σιγά να του βγάζω τη στολή. Έπειτα τον τράβηξα μαζί μου στο κρεβάτι. Πιθανότατα αυτή η πράξη να ήταν η καταστροφή και για τους δύο μας. Αν όχι, θα τον έπαιρνα να φύγουμε μαζί, στον έξω κόσμο, ότι κι αν μας περίμενε εκεί. Ήταν η τελευταία μου σκέψη προτού παραδοθώ στον ίλιγγο της ένωσής μας.