Strangetopia : Ημέρες Καραντίνας (How to get away with murder)

Η Νέμεσις εμφανίζεται στον καθέναν από εμάς με διαφορετικό πρόσωπο και τρόπο. Η δική μου είχε τη μορφή ενός εξαιρετικά μικροκαμωμένου ανθρώπου. Και όταν λέω μικροκαμωμένο, εννοώ λίγο παραπάνω από 1.49 μέτρα και λίγο παρακάτω από 1.50 μέτρα. Θα μπορούσε να τον τοποθετήσει κανείς με σχετική ακρίβεια (γιατί πάντα υπάρχουν περιθώρια σφάλματος ακόμα και στις πιο σίγουρες φαινομενικά περιπτώσεις) στα 1.495 για να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.

Ο παράπλευρος αντιήρωας αυτής της αληθινής ιστορίας, παρόλη τη μικροσκοπική του παρουσία, είχε δύο σπουδαία όπλα. Μία δυνατή φωνή που ομοίαζε με εκείνη του γίγαντα από τον Τζακ και τη Φασολιά και μία υπέργηρη μητέρα ετών 91! Τώρα θα μου πείτε, τι είδους σπουδαίο όπλο είναι μία υπερήλικη; Λοιπόν το θέμα έχει ως εξής: Η γριά μητέρα του, με την οποία ζούσανε μαζί, αποτελούσε το μοχλό εκκίνησης, τον πυροκροτητή που έθετε σε λειτουργία τη σούπερ δύναμή του, τη Φωνή. Είτε επειδή αναγκαζόταν να της μιλάει πιο δυνατά από το σύνηθες γιατί η γιαγιά είχε βαρηκοΐα, είτε επειδή της φώναζε τις φορές που εκείνη νόμιζε ότι έβλεπε το χάρο να την επισκέπτεται στο δωμάτιό της, είχε κατορθώσει να εξασκήσει τις φωνητικές του χορδές στο έπακρο και να τις καταστήσει φονικό όπλο μεγάλου βεληνεκούς.

Η μοίρα λοιπόν και ένα κάποιο κομπόδεμα που είχε συγκεντρώσει εκεί γύρω στην ηλικία των 70, τον ώθησαν να αγοράσει ένα μικρό διαμέρισμα και συγκεκριμένα το διαμέρισμα που βρίσκεται ακριβώς κάτω από εμένα. Κι ενώ η ζωή μου μέχρι τότε κυλούσε ανέμελα, ήρθε εκείνη η αποφράδα ημέρα όπου πρωτάκουσα τη Φωνή. Για να καταλάβετε την επίδραση που είχε επάνω μου η πρώτη επαφή με τούτη την απόκοσμη εμπειρία, φανταστείτε να είστε υποχρεωμένοι να ακούτε καθημερινά για πάμπολλες ώρες και σε δυνατή ένταση τον ήχο που κάνει ένα χέρι με ημιμόνιμο μανικιούρ όταν σέρνει ξανά και ξανά τα μακριά του νύχια σ’ έναν μαυροπίνακα. Το κάνατε εικόνα; Ανατριχιάσετε; Σας ήρθε η ξαφνική επιθυμία να πάτε στην τουαλέτα και να καταθέσετε ευλαβικά το μεσημεριανό σας στην ανοιχτή λεκάνη; Τότε περίπου το έχουμε προσεγγίσει.

Η αντίδρασή μου απέναντι σε αυτό το πρωτοφανές γεγονός της Φωνής κρίνεται απόλυτα φυσιολογική σύμφωνα με όλα τα μέτρα και σταθμά. Όταν τον άκουγα να μιλά αισθανόμουν μία ακατανίκητη επιθυμία να εφορμήσω στην οικία του και να προβάλω επάνω του αυτό που ο Φρόυντ αποκαλεί ένστικτο του θανάτου. Κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του και παρήγαγε έστω κι έναν απλό φθόγγο ένιωθα σαν κάποιος να μου κάνει διανοητική φάλαγγα. Αυτομάτως κάθε είδους φονικό ένστικτο που μπορεί να υπήρχε μέσα μου αναδυόταν αστραπιαία στην επιφάνεια. Κατανοούσα μέσα στο πετσί μου τι εννοούν οι εγκληματολόγοι αναφερόμενοι στο φαινόμενο του “εν βρασμώ ψυχής”. Η ψυχή μου βρισκόταν “εν τόσω βρασμώ” που φοβόμουν ότι η χύτρα κινδύνευε να εκραγεί με ολέθριες συνέπειες.

Αντιλαμβανόμενη πως όλη αυτή η κατάσταση προφανώς έχει να κάνει με τραύμα πολύ βαθιά καταχωρημένο στο ασυνείδητό μου που πυροδοτήθηκε από τη Φωνή, ήξερα ότι, μέχρι να το ανιχνεύσω επακριβώς και να το θεραπεύσω, δε γίνεται να προβώ σε ανθρωποκτονία με σκοπό να εξαλείψω το ενοχλητικό ερέθισμα. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά είναι και ποινικά κολάσιμο. Φυσικά, είναι και ο σεβασμός απέναντι στην ανθρώπινη ζωή. Δεν είμεθα δολοφόνοι, κύριοι, απλά “εν βρασμώ”. Ποιος άνθρωπος μπορεί να είναι τόσο δυνατός ώστε να αντέξει αγόγγυστα τη Νέμεσή του; Ο πρώτος αναμάρτητος ας αφαιρέσει τη χειρουργική του μάσκα και ας παραδώσει το αντισηπτικό του. Κανείς, ε; Το περίμενα…

Όπως και να είχε, η κατάσταση έχρηζε άμεσης αντιμετώπισης. Όπερ και εγένετο. Εφόσον δεν μπορούσα να τον σωπάσω μέσω της αιματηρής δολοφονίας κυριολεκτικά, θα τον δολοφονούσα με πένα και χαρτί η μάλλον με πληκτρολόγιο και αναρίθμητους συνδυασμούς 01.

Συνολικά τέσσερα διηγήματα γράφτηκαν επάνω στο επίμαχο θέμα. Στα δύο από αυτά δολοφονούσα τη μητέρα του, την πρώτη και κυρίαρχη σούπερ δύναμή του. Βλέπετε, γνώριζα καλά πως χωρίς αυτήν θα έχανε και τη Φωνή. Η υπέργηρη γυναίκα έπαιζε το ρόλο της χαίτης του Σαμψών. Εάν αποχαιρετούσε το μάταιο τούτο κόσμο, αντίστοιχα ο αντιήρωάς μας θα έχανε τη Φωνή, όπως ο Σαμψών έχασε τη δύναμή του. Είχα κατανοήσει απόλυτα το αδύνατο σημείο του.

Ένα απ’ αυτά τα διηγήματα βρήκε το δρόμο για  λογοτεχνικό διαγωνισμό. Με χαρά μάλιστα έλαβα την ειδοποίηση πως ήμουν στην τελική λίστα προς απονομή του πρώτου βραβείου αλλά, ακόμα κι αν δεν το κέρδισα, κατάλαβα ότι το μένος μου μπορούσε να διοχετευθεί κάπου δημιουργικά.

Λίγες εβδομάδες μετά τη συγγραφή του τελευταίου δολοφονικού μου κειμένου, έβγαινα βόλτα με τη σκυλίτσα μου όταν είδα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, δύο γεροδεμένους άντρες με γυάλινο ψυχρό βλέμμα να ανεβάζουν ένα κλειστό φέρετρο από το υπόγειο διαμέρισμά του βροντόφωνου γείτονά μου. Το τοποθέτησαν βιαστικά μέσα σ’ ένα βανάκι γραφείου κηδειών κλείνοντας ερμητικά τις πόρτες. Η υπερήλικη μητέρα είχε πεθάνει κι εγώ, ως άτυπος ηθικός αυτουργός, έμελλα να είμαι μάρτυρας σε τούτο το μακάβριο γεγονός. Ούτως ή άλλως δεν το είχα φανταστεί άπειρες φορές και δεν το είχα καταγράψει επισήμως τουλάχιστον δύο; Ένιωσα μια αμηχανία για μια στιγμή, αλήθεια σας λέω, μα μετά απέμεινα με την απορία πόση ακριβώς δημιουργική δύναμη να εμπεριέχεται στη γραφή μου.

Πέρασαν κάποιοι μήνες από εκείνη την ημέρα του θανάτου. Ο παράπλευρος αντιήρωάς μας είχε σωπάσει, όπως ακριβώς είχα προβλέψει. Δυστυχώς όμως, ενώ δε με ενοχλούσε πια φωνητικώς, συνέχιζε να με ενοχλεί υπαρξιακώς. Πλέον τον ήχο της Φωνής είχε αντικαταστήσει ο ήχος του κλιματιστικού του, που έπαιζε κοντραμπάσο καθημερινά από τις εννέα μέχρι τις έντεκα το βράδυ με τις ευαίσθητες χορδές των νεύρων μου και  πυροδοτούσε ξανά τα δολοφονικά μου ένστικτα. Παρόλη την ανανεωμένη μου οργή είχα κάθε επίγνωση της προκατάληψής μου. Αν ο βόμβος του κλιματιστικού προερχόταν από έναν γοητευτικό συγγραφέα, που τον εποφθαλμιούσα ως πιθανό μου εραστή, ο μηχανικός ήχος θα ηχούσε στα αυτιά μου ως μία ουράνια μελωδία. Δεν ήταν το κλιματιστικό ή η Φωνή το θέμα. Μία αλήθεια εδώ και καιρό προετοιμαζόταν σιγά σιγά να βγει στην επιφάνεια και το κρυμμένο νόημα της εντονότατης αντιπάθειάς μου, φάνηκε στο φως του ήλιου ένα σαββατιάτικο πρωινό, σαν λουλούδι που ανοίγει τα πρώτα του πέταλα στις σειρήνες της νεοφερμένης άνοιξης, ακόμα και εκείνης με καραντίνα και κορωνοϊό.

Ο αντιήρωάς μας, αν και μικροκαμωμένος και θεωρητικά αδικημένος σωματικά από τη φύση, διεκδικούσε με τον τρόπο του τη θέση του σε αυτόν τον κόσμο. Τη διεκδικούσε δυναμικά και έκανε αισθητή την μικρόσωμη παρουσία του χωρίς ενοχές και χωρίς ανάγκη κομπασμού. Ήταν αυτός που ήταν και ζούσε ανεπηρέαστος από τους κυματισμούς των άλλων στον ωκεανό της καθημερινότητας. Εγώ από την άλλη πλευρά, με τα υποτιθέμενα πάμπολλα ταλέντα μου, δεν είχα το θάρρος να τα παρουσιάσω στον κόσμο, φοβόμουν να δειχθώ, να προτάξω τα στήθη μου και να δηλώσω φαρδιά πλατιά “Αυτή είμαι και αυτά είναι τα χαρίσματά μου. Ορίστε, ζωή!”

Με ενοχλούσε λοιπόν που είχα τόσο κοντά έναν άνθρωπο ο οποίος αναιρούσε μία βαθιά ριζωμένη πεποίθηση και με έβγαζε από τη ζώνη βολέματός μου, οδηγώντας με σε μία ασυναίσθητη σύγκριση. Ο αντιήρωας της πολυκατοικίας ζούσε πέρα από τα όρια που υποτίθεται ότι του είχε περιχαράξει η μοίρα του. Εγώ; Τι έκανα εγώ με τη δική μου ύπαρξη; Τίποτα πέρα από το να αφήνω την ψευδή εικόνα, που μου δημιουργούσε η χαμηλή μου αυτοεκτίμηση, να με στοιχειώνει και να με φυλακίζει περιορίζοντάς τη δύναμή μου. Το όφειλα στον εαυτό μου να εκφράζομαι ελεύθερα.

Είναι εξαιρετικά σημαντική μία τέτοια συνειδητοποίηση. Ευτυχώς η αρχή για την απρόσκοπτη έκφρασή μου έχει ξεκινήσει εδώ και κάμποσο καιρό μέσω της συγγραφής και με έχει βοηθήσει ιδιαίτερα θεραπευτικά, ταυτόχρονα με όλα τα άλλα που κάνω για να αντιμετωπίσω τα θέματα/προκλήσεις μου. Γράφω λοιπόν για αυτό το θέμα ελεύθερα όπως και για πάμπολλα άλλα. Βγαίνω από τα υποτιθέμενα όρια μέσα στο οποία μέχρι τώρα θεωρούσα ότι πρέπει να βρίσκομαι. Εκφράζω μέχρι και την ταπεινή πλευρά του εαυτού μου. Τη φέρνω στο φως για να την εξυγιάνω. Μέσα απ’ την παραδοχή ξεκινά η ελευθερία.

Όλα αυτά όμως θέλουν κάμποσο χρόνο και η αλήθεια είναι πως η σκοτεινή πλευρά μας έχει και κάποια γοητεία. Δεν προτίθεμαι να την απαρνηθώ εντελώς, αλλά φροντίζω να την ικανοποιώ με έναν συμβολικό/κοινωνικά αποδεκτό τρόπο. Κλιματιστικό ο αντιήρωας του υπογείου; Φυσαρμόνικα εγώ. Αγαπημένη μου Marine Band, σου υπόσχομαι πως θα προσφέρουμε άπειρες στιγμές blues ομορφιάς και συγκίνησης στον αγαπημένο μας γείτονα που έχει μεγαλώσει με Μπιθικώτση. Απόψε θα ξεκινήσω με Little Walter ελπίζοντας να πάθει συγκοπή από το σοκ της επαφής με κάτι τόσο διαφορετικό. Μήπως να αγοράσω και ενισχυτή; Μμμμ… Σατανικές σκέψεις εκκινούν τα γρανάζια σε εκείνα τα ταπεινά μέρη του μυαλού μου που θυμίζουν τη δίψα της Μάτζικα Ντε Σπελ για την τυχερή δεκάρα του γερο-Σκρουτζ. Θα αντισταθώ; Θα φανώ υπεράνω; Ποιος ξέρει… Ακόμα ένα από τα θαυμάσια μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης, η αγάπη μας για την αβέβαιη έκβαση των πραγμάτων.

Σίγουρα κάμποσοι από εσάς αντιμετωπίζετε παρεμφερείς προκλήσεις. Ο ενοχλητικός γείτονας είναι παρών στη ζωή σας πια 24/7. Μπορεί κάποιοι από εσάς (ελάχιστοι, είμαι σίγουρη…) να έχετε σκεφτεί το ενδεχόμενο του υπότιτλου : “How to get away with murder”. Nα σας ενημερώσω πως ο καλύτερος τρόπος είναι “Don’t!” Είναι ποινικά κολάσιμο, το είπαμε. Χρησιμοποιείστε την ενόχληση για να δείτε τι ακριβώς κρύβεται κάτω απ’ αυτήν. Ποια σκουπιδάκια έχετε καταχωνιάσει κάτω από τη μοκέτα κι έχουν ξεχαστεί εκεί τα τελευταία 20 χρόνια; Χρόνος υπάρχει, ευκαιρία λοιπόν για ανασκαφές και δεν εννοώ αυτές στο εσωτερικό της μύτης. Αν παρόλα ταύτα επιθυμείτε να του σπάσετε τα νεύρα και τον τσαμπουκά ξεκινήστε με φυσαρμόνικα. Ιδίως αν είναι του λαϊκού ρεπερτορίου θα πάθει εγγυημένα κοκομπλόκο. Κι εσείς θα αισθανθείτε καλύτερα. Όχι για το κοκομπλόκο του γείτονα αλλά γιατί η μουσική ευφραίνει τα ήθη. Τι κι αν Μένουμε Σπίτι, Δε Μένουμε στο Φόβο, ούτε στη μικροπρέπεια.

*Public disclaimer : Οτιδήποτε και αν συμβεί στο συμπεθέστατο γείτονα με το θορυβώδες κλιματιστικό επ’ουδενί φέρουμε εγώ και η γραφή μου οιανδήποτε ευθύνη…