Η Καμίλ κούρνιασε στο ξύλινο παγκάκι και άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στην πεδιάδα που εκτεινόταν κάτω από τα πόδια της. Ήταν μία όμορφη μέρα, γλυκιά και ζεστή. Ένιωσε το αεράκι να χαϊδεύει τα ανακατεμένα της μαλλιά και αυτό την έκανε να αισθανθεί αγαλλίαση. Ήταν τόσο σπάνιες οι στιγμές της αγαλλίασης για την Καμίλ εδώ μέσα, στη φυλακή της.
Προσπάθησε να θυμηθεί πόσον καιρό βρισκόταν στο άσυλο αλλά η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί. Σίγουρα ήταν χρόνια αλλά πόσα χρόνια; Κάποιες φορές ένιωθε πως ζούσε εδώ από πάντα, πως γεννήθηκε και θα πεθάνει εδώ, μην έχοντας αντικρύσει ποτέ τον έξω κόσμο. Η Καμίλ η γνωστή γλύπτρια που στόλιζε τα αριστοκρατικά παριζιάνικα σαλόνια με την παρουσία της, η Καμίλ που υπεραγαπούσε τον πατέρα της και προσπαθούσε τόσο απεγνωσμένα να κερδίσει την αγάπη της μητέρας της, η Καμίλ που είχε γίνει ερωμένη του διάσημου Ροντέν και τον είχε ερωτευθεί πέρα και πάνω από κάθε ανθρώπινο μέτρο, όλα αυτά φαίνονταν τόσο μακρινά, σα να τα έζησε μία άλλη.
Η ανάμνηση του Ροντέν πάντα της προξενούσε έναν οξύ πόνο. Ο διάσημος γλύπτης, το στολίδι της καλλιτεχνικής ζωής του Παρισιού, που την είχε προσέξει και την είχε ξεχωρίσει. Όσες φορές και αν το κλωθογύριζε στο μυαλό της έβλεπε πως τα πράγματα δε θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν διαφορετικά. Ήταν αδύνατον να του αντισταθεί, εκείνου του μικρόσωμου νευρώδη άντρα με την πληθωρική προσωπικότητα. Πόσο τον θαύμαζε, πόσο τον ήθελε. Κι εκείνος… Εκείνος πάντα σιμά της αλλά και πάντα μακρινός. Μα αλήθεια πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που ξυπνούσε στην αγκαλιά του, που αναγνώριζαν ο ένας στο κορμί του άλλου τις γαλάζιες φλέβες, εκείνες που είχε μόνο ο Μικελάντζελο; Κι έπειτα; Έπειτα το σκοτάδι. Την απαρνήθηκε, αυτό είχε γίνει και όλα είχαν τελειώσει. Και μετά ξεκίνησε η γρήγορη κάθοδος στα μαύρα σκοτάδια της ψυχής της που την είχε οδηγήσει εδώ.
Ο θάνατος του πατέρας της ήταν η τελευταία κλοτσιά στο σκαμνί που την κρατούσε λίγο ακόμα στον κόσμο της λογικής προτού η θηλιά της παράνοιας σφιχτεί γερά γύρω από τον λαιμό της και την πνίξει. Η πραγματικότητα απέκτησε ένα ρευστό γκρίζο χρώμα που την τρόμαζε γιατί ήταν σαν όλοι οι εφιάλτες της να έπαιρναν σχήμα και μορφή και να την καταδίωκαν. Μέχρι που ήρθε ο βίαιος εγκλεισμό της εδώ, στη φυλακή αυτής της ψυχιατρικής κλινικής με εντολή της οικογένειάς της.
Ποια ήταν; Ούτε που μπορούσε πλέον να πει με σιγουριά. Θυμόταν πως κάποτε ήταν νέα, όμορφη και τα μαύρα πυκνά της μαλλιά ξεχύνονταν σαν καταρράκτης όταν χτυπούσε με το καλέμι το άψυχο μάρμαρο για να του δώσει ζωή. Όλοι τη θαύμαζαν και τη φθονούσαν και τώρα… Τώρα… Σήμερα το πρωί που κοιτάχτηκε μετά από πάρα πολύ καιρό στον καθρέφτη είδε ένα πρόσωπο που δεν αναγνώρισε. Το πρόσωπο μίας άγνωστης ηλικιωμένης γυναίκας με κενό βλέμμα, χαραγμένο από βαθιές ρυτίδες.
Τόσα χρόνια εκεί έξω στο γυαλιστερό κόσμο του Παρισιού, κυνηγούσε χίμαιρες. Ήθελε να γίνει μεγάλη, επιβλητική, μία καταξιωμένη γυναίκα σε έναν κόσμο που είχε φτιαχτεί αποκλειστικά για άντρες. Και τι κατάλαβε; Ο κόσμος εκείνος γύρισε και τη δάγκωσε σα φίδι που κρυβόταν τόσον καιρό στον κόρφο της περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να τη φαρμακώσει.
“Καλημέρα, Καμίλ!”
Έστρεψε το κεφάλι της ξαφνιασμένη. Θα αναγνώριζε εκείνη τη φωνή ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες κι όμως ήταν ποτέ δυνατόν;
Κι όμως ήταν. Η ευθυτενής φιγούρα της μητέρας της στεκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα από το παγκάκι που είχε ζητήσει καταφύγιο και γαλήνη. Η πρεσβύτερη κυρία Κλοντέλ φορούσε ένα σκούρο μπλε σατέν φόρεμα με φουσκωτά μανίκια και στηριζόταν σε μία μεγάλη μαύρη ομπρέλα που την είχε ακουμπήσει κλειστή ακριβώς μπροστά από τα πόδια της σαν όπλο έτοιμο να χρησιμοποιηθεί.
Η Καμίλ ξεροκατάπιε. Η μητέρα της μετά από όλα αυτά τα χρόνια φαινόταν απαράλλαχτη, λες και δεν την είχε αγγίξει καθόλου ο χρόνος. Παρατήρησε το πρόσωπό της. Συνοφρυωμένο όπως πάντα με σφιγμένα χείλη και ρυτίδες στα πλαϊνά του στόματός της που έδειχναν το πείσμα και την αποφασιστικότητά της. Η πρώην γλύπτρια σηκώθηκε σιγά σιγά και πλησίασε τη γυναίκα που την είχε γεννήσει. Στάθηκε λίγα εκατοστά απέναντί της, μία καχεκτική φτωχοντυμένη τρόφιμος απέναντι στην αριστοκρατική κυρία Κλοντέλ.
“Καλημέρα, μητέρα” είπε. “Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω! Πως και αποφάσισες να με επισκεπτείς;” Άπλωσε το χέρι της για να την αγγίξει αλλά εκείνη τραβήχτηκε προς τα πίσω ενοχλημένη, σαν κάτι μιαρό να ερχόταν προς το μέρος της.
“Κάθε πότε κάνετε μπάνιο εδώ; Μυρίζεις άσχημα, ξέρεις. Καλό θα ήταν να μην έρχεσαι πολύ κοντά μου”. Ρουθούνισε δυνατά και απέστρεψε το πρόσωπό της προς την άλλη πλευρά.
Το χέρι της Καμίλ έπεσε άνευρο στο πλευρό της. Χαμήλωσε το κεφάλι. Είχε χαρεί τόσο πολύ που μετά από όλα αυτά τα χρόνια είχε έρθει να την δει εκείνη, που άφησε τον εαυτό της να ελπίζει. Χαμογέλασε θλιμμένα. Είχε ξεχάσει πόσο επικίνδυνο πράγμα είναι η ελπίδα. Το πιο επικίνδυνο απ’όλα. Κι αυτή πάντα έλπιζε πάρα πολύ. Υπερβολικά πολύ.
“Δεν έχουμε την πολυτέλεια να πλενόμαστε καθημερινά εδώ, μητέρα. Η διοίκηση του φρενοκομείου θεωρεί πως το να ξοδεύουμε νερό για την προσωπική μας υγιεινή μία φορά την εβδομάδα είναι κάτι παραπάνω από επαρκές”.
Η μητέρα της γύρισε και την κοίταξε σοκαρισμένη, κάτι που της έδωσε μία διεστραμμένη αίσθηση ευχαρίστησης. Ήταν σα να μπόρεσε, έστω και στιγμιαία, να διαπεράσει αυτή την ατσαλένια πανοπλία που την έβλεπε πάντα να φορά από τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι.
Η γυναίκα πήρε μία βαθιά ανάσα σα να συγκέντρωνε όλη της την υπομονή για να συνεχίσει.
“Ο αδελφός σου μου έχει πάρει τόσον καιρό τ’αυτιά να έρθω, έστω μία φορά. Συνεχώς με ζαλίζει με αυτό το θέμα. Πως δεν είναι πρέπον κ.τ.λ.” Αναστέναξε. “Τι να πω… Ίσως έχει δίκιο. Ούτως ή άλλως είσαι κόρη μου όσο κι αν υποφέρω από αυτό το ατυχές γεγονός. Καθένας μας τελικά κουβαλά το σταυρό του”.
Η Καμίλ έσφιξε τα χείλη και απέστρεψε το βλέμμα. “Ήρθες εδώ για να με προσβάλεις ακόμα μία φορά; Μετά από τόσα χρόνια που με βλέπεις μόνο αυτό βρήκες να μου πεις;”
“Ήρθα να κάνω το καθήκον μου. Το καθήκον που οφείλω να εκπληρώνω ως μητέρα σου!”. Η κυρία Κλοντέλ την προσπέρασε προσεκτικά για να μην την αγγίξει και κάθισε στο παγκάκι ατενίζοντας με τη σειρά της την πεδιάδα. “Οφείλω να ομολογήσω ότι περίμενα να σε βρω σε καλύτερη κατάσταση πάντως” πρόσθεσε αδιάφορα ενώ τίναζε απαλά το φόρεμά της.
Τα μάτια της Καμίλ βούρκωσαν.“Σε τι κατάσταση να είμαι μετά από τόσα χρόνια μέσα σ’ ένα άσυλο; Νομίζεις πως όποιος μπαίνει εδώ και κάθεται όσο έχω καθίσει εγώ γίνεται καλύτερα; Σίγουρα όχι! Άκου, μητέρα… Πέρασα μία δύσκολη περίοδο, είναι αλήθεια. Καταλαβαίνω τι σας ώθησε, τι ώθησε τον αδελφό μου να θεωρήσει πως αυτή είναι η μοναδική λύση. Αλλά φτάνει πια, δεν αντέχω άλλο! Σε παρακαλώ, βγάλε με από εδώ και άσε με να γυρίσω μαζί σου στο σπίτι μας!”
Η μητέρα της την κοίταξε ξαφνιασμένη. Έπειτα έριξε προς τα πίσω το κεφάλι και ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.Τόσο τρανταχτά που τα μάτια της δάκρυσαν και της κόπηκε η ανάσα. Όταν επιτέλους μπόρεσε να σταματήσει, σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού τα δάκρυα που είχαν κυλήσει στα μάγουλά της και γύρισε να αντικρύσει την κόρη της με ένα περιπαιχτικό χαμόγελο.
“Να γυρίσεις πίσω που; Ως τι; Ως η πρώην πουτάνα του Ροντέν που δεν είχε αρκετό μυαλό για να τον κρατήσει; Που άνοιξε τα πόδια της στην πρώτη ευκαιρία και ντρόπιασε την οικογένεια της, εξευτέλισε τους γονείς της και τα αδέλφια της ζώντας σαν μία κοινή με έναν άντρα που ποτέ πραγματικά δεν την ήθελε; Όντως είσαι πραγματικά τρελή!” Τα τελευταία αυτά λόγια ειπώθηκαν τόσο δυνατά που ένα άτακτο τσουλούφι ξέφυγε από την περιποιημενη κόμη της κυρίας Κλοντέλ αλλά ήταν τόσο ταραγμένη που δεν το πρόσεξε καν.
Η Καμίλ αγκάλιασε τον κορμό της προστατευτικά. Ήταν μία κίνηση που πάντα έκανε όταν αισθανόταν πως κάποιος ή κάτι την απειλούσε. Η φωνή της ακούστηκε σαν βραχνός παραπονεμένος ψίθυρος.
“Ποτέ δε με αγάπησες, μητέρα, έτσι δεν είναι; Ποτέ δεν μπόρεσες να με αγαπήσεις. Έκανα τόσα πολλά, προσπάθησα τόσο πολύ γιατί διψούσα πραγματικά για την αγάπη σου αλλά εσύ…πάντα με απεχθανόσουν!” ολοκλήρωσε με μία αίσθηση φρίκης.
To πρόσωπο της γυναίκας στο παγκάκι σκλήρυνε ακόμα περισσότερο.
“Να σε αγαπήσω; Και τι έκανες για να αξίζεις την αγάπη μου; Δες τα αδέλφια σου! Η αδελφή σου παντρεύτηκε έναν πολύ αξιόλογο άνθρωπο και έκανε οικογένεια.Ο αδελφός σου αφοσιώθηκε στον κλήρο και προσφέρει στην κοινότητα. Εσύ; Τι έκανες εσύ που να αξίζει έστω και λίγη αγάπη από εμένα;”
Η κυρία Κλοντέλ που πάντα προσπαθούσε να είναι υπόδειγμα εγκράτειας είχε αρχίσει να χάνει εντελώς τον έλεγχό της. Το σαγόνι της που είχε τραβηχτεί λίγο προς τα έξω της έδινε μία τρομακτική όψη. Έτρεμε ολόκληρη.
Πετάχτηκε όρθια και στάθηκε απειλητική μπροστά στην κόρη της. Οι φλέβες στο μέτωπό της είχαν φουσκώσει, κόντευαν να εκραγούν. Τα μάτια της ήταν γουρλωμένα ενώ τα ρουθούνια της ανοιγόκλειναν διαρκώς.
“Σε μισώ! Πραγματικά σε μισώ!” Ξεστόμιζε κάθε λέξη σα ριπή δηλητηρίου. “Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω όλη αυτή την αδυναμία του πατέρα σου. Γιατί σε αγαπούσε περισσότερο από όλους εμάς; Περισσότερο από εμένα. Ηλίθιο πλάσμα με τα αμφισβητούμενα ταλέντα. Άχρηστη! Άχρηστη!” Έδειχνε έτοιμη να λιποθυμήσει από την ταραχή.
Η Καμίλ είχε ζαρώσει τρομαγμένη. Η ψηλή επιβλητική κάποτε κοπέλα τώρα είχε μικρύνει, είχε μαζευτεί μπροστά σε αυτή την επίθεση μίσους. Δάκρυα είχαν γεμίσει τα μάτια της.
“Ότι έκανα στη ζωή μου ήταν για να με αγαπήσεις. Ακόμα και το ότι χώρισα τον Ροντέν ήταν για το ότι εσύ δεν ενέκρινες αυτή τη σχέση. Ήθελα τόσο πολύ να είσαι περήφανη για εμένα. Τόσο πολύ!” Έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Το σώμα της λύγισε, βρέθηκε γονατισμένη να τραντάζεται από λυγμούς.
Πέρασαν λίγα ατελείωτα λεπτά μέχρι να μπορέσει να σηκώσει ξανά το βλέμμα της. Κοίταξε τριγύρω. Η κυρία Κλοντέλ είχε εξαφανιστεί. Πετάχτηκε όρθια σαν ελατήριο. Που είχε πάει; Γιατί έφυγε; Την είχε αφήσει ξανά ολομόναχη εδώ μέσα, στη φυλακή; Όχι, όχι, δε γινόταν να την παρατήσει πάλι!
“Μητέρα! Μητέρα! Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ!”άρχισε να φωνάζει με όση δύναμη της είχε απομείνει. Δεν μπορεί, θα την άκουγε και θα γύρισε πίσω. “Μητέρα! Μητέρα!”.
Αντί για τη μητέρα της ήρθαν εκείνοι. Εκείνοι με τις άσπρες στολές και μαζί τους έφεραν τον μανδύα. Αρνήθηκε να τον φορέσει. Προσπάθησε να τους ξεφύγει, να αντισταθεί μα εκείνοι ήταν πιο δυνατοί και την κουβάλησαν σχεδόν με το ζόρι μέσα, στο μικρό βρώμικο δωμάτιο που την πήγαιναν πάντα για να της κάνουν την ένεση. Την ένεση που θα την μετέτρεπε σ’ ένα πειθήνιο και ληθαργικό πλάσμα κάτω από τη νεφελώδη επίδραση του φαρμάκου. Δεν ήθελαν να τους ενοχλεί με τις φωνές της.
Δύο νοσοκόμοι ακροβολισμένοι στην κεντρική είσοδο του κτιρίου απέμειναν να κοιτούν τη μικρή πομπή με την Καμίλ στο κέντρο φυλακισμένη στο μανδύα να σέρνεται σχεδόν από τρεις νοσοκομειακούς υπαλλήλους προς το εσωτερικό των εγκαταστάσεων του φρενοκομείου.
“Ζαν, τι έπαθε αυτή;” ρώτησε ο πιο γεροδεμένος έτσι όπως καθόταν γερμένος επάνω στην κολώνα της κεντρικής εισόδου. Είχε λίγες εβδομάδες που ξεκίνησε να εργάζεται εκεί και όλα του φαίνονταν ακόμα καινούργια και κάπως συναρπαστικά.
“Είχε ακόμα μία κρίση, φίλε μου” απάντησε ο Ζαν που ήταν μέλος του προσωπικού παραπάνω από δεκαπέντε χρόνια και όλα τα αντιμετώπιζε πλέον μέ μία στωική καρτερικότητα. ”Νόμιζε πάλι πως είχε έρθει να την δει η μητέρα της. Είχε καιρό να της συμβεί βέβαια και για αυτό την άφησαν να βγει έξω στο προαύλιο και να περπατήσει αλλά τελικά…”
Τράβηξε μία ακόμα ρουφηξιά από το τσιγάρο του ατενίζοντας τον καθαρό ουρανό. Είχε όντως ωραία μέρα σήμερα.
“Μα καλά η μητέρα της ζει;”
“Φυσικά. Σε ένα ακριβό σπίτι στα προάστια μαζί με τα άλλα της δύο παιδιά και τα εγγόνια της. Αλλά δεν έχει έρθει ποτέ να τη δει. Οι φήμες λένε πως τη μισεί γιατί πιστεύει πως κατέστρεψε την οικογένειά τους. Τι τα θες!”
Πέταξε κάτω το τσιγάρο που μόλις είχε καπνίσει και το πάτησε για να σβήσει. Έπειτα κατευθύνθηκαν και οι δύο προς το εσωτερικό του κτιρίου. Το διάλειμμά τους είχε τελειώσει.
Η Καμίλ Κλοντέλ υπήρξε μία ταλαντούχα Γαλλίδα γλύπτρια. Ο πατέρας της την αγαπούσε και αναγνώριζε το ταλέντο της ενώ η μητέρα της στο πρόσωπό της έβλεπε μία ατίθαση κόρη που ήταν η αιτία όλων της των δεινών. Σε ηλικία 19 ετών γνώρισε τον Ροντέν, διάσημο γλύπτη, που έγινε μέντοράς της και κατόπιν εραστής της. Η σχέση τους διήρκεσε 15 χρόνια αλλά αυτός ποτέ δεν εγκατέλειψε την επί ετών σύντροφό του για τη νεαρή του ερωμένη. Χώρισαν με την Καμίλ να εκδηλώνει όλο και πιο έντονα τα σημάδια ψυχικής ασθένειας που επιδεινώθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Μετά το θάνατο του πατέρα της έχασε και το τελευταίο της στήριγμα και η οικογένειά της έβγαλε πιστοποιητικό για να εγκλειστεί σε φρενοκομείο. Εκεί έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της. Ο μόνος που την επισκέφτηκε τα 30 χρόνια που παράμεινε έγκλειστη ήταν ο αδελφός της αλλά και αυτός ελάχιστες φορές. Στην κηδεία της δεν παρευρέθηκε κανένα μέλος της οικογένειά της και η ίδια ενταφιάστηκε σε έναν κοινόχρηστο τάφο του ασύλου.