Στη γυναικολόγο (Όπου οι αποτιτανώσεις έγιναν Τιτάνες) / Πράξη πρώτη

“All the world’s a stage, And all the men and women merely players; They have their exits and their entrances;” William Shakespeare – As You Like It Ο μήνας που μας πέρασε, ο Οκτώβριος, ήταν αφιερωμένος στην πρόληψη και θεραπεία του καρκίνου του μαστού. Η ιστορία αυτή είναι η προσωπική μου καταγραφή της δικής μου εμπειρίας . Την έχω χωρίσει σε πέντε πράξεις με τον τρόπο που χωρίζονται τα θεατρικά έργα γιατί, αν το σκεφτούμε λίγο, κάλλιστα το πέρασμά μας από αυτή τη ζωή ομοιάζει κάπως με μία θεατρική παράσταση μέχρι βέβαια να εγκαταλείψουμε με τον δικό μας τρόπο τη σκηνή… Ζεστό αυγουστιάτικο απόγευμα. Καταφθάνω βιαστική στο γραφείο της γυναικολόγου με τα αποτελέσματα των εξετάσεων υπό μάλης. Είναι το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας/τελετουργίας και θέλω να το διεκπεραιώσω το συντομότερο δυνατό. Κάθομαι στο δροσερό χώρο αναμονής. Το βλέμμα αγκαλιάζει περιμετρικά τους τέσσερις τοίχους που καλύπτονται ασφυκτικά απ’άκρη σ’άκρη με γκραβούρες παγκοσμίων χαρτών. Η υδρόγειος, σε όλες της τις δυνατές απεικονίσεις, μαζί με τα νεοκλασικά έπιπλα που γεμίζουν το χώρο μου φέρνουν στο νου τον Ιούλιο Βέρν. Σχεδόν είμαι σίγουρη πως από κάποια γωνιά θα ξεπηδήσει ο Φιλέας Φογκ να μου ζητήσει επιτακτικά να φύγω μαζί του για το γύρο του κόσμου σε 80 μέρες. “Why, you are a woman of heart!” θα μου πει κι εγώ θα πετάξω κάτω τις εξετάσεις και θα τον ακολουθήσω δίχως δισταγμό στέλνοντας την ολοκλήρωση της διαδικασίας στο πυρ το εξώτερο. Τίποτα απ’όλα αυτά όμως δε συμβαίνει κι εγώ περιμένω καρτερικά. Η ώρα περνά αργά και σταθερά. Έχει σχεδόν έρθει η σειρά μου και μετά από εμένα μόλις έχει φθάσει μία μαμά με το κοριτσάκι της. Η μικρή πιάνει κουβέντα με τη γραμματέα του ιατρείου και παρατηρώ ότι απαντά στις ερωτήσεις της καλύτερα και από διπλωμάτη του ΟΗΕ σε διάσκεψη για το μεσανατολικό. Επιτέλους οι συρόμενες θύρες για τα άδυτα του ιερού/ιατρείου ανοίγουν και για εμένα. Με υποδέχεται η γιατρός χαμογελαστή. Μπαίνω μέσα ολοφούρατη. Βιάζομαι να ολοκληρώσω το τελετουργικό. Ούτως ή άλλως είναι κάτι τυπικό, σωστά; Ίσα ίσα για να πείσω την ψυχαναγκαστική πλευρά του εαυτού μου πως “πράξαμε και αυτή τη χρονιά τα δέοντα”. Κάθομαι στο γραφείο της. Κοιτάζει πρώτα τις εξετάσεις που είχα κάνει εκεί. Τεστ παπ. Υπέρηχο. Όλες τέλειες! “Μα φυσικά”, σκέφτομαι, “αφού είμαι υγιέστατη”. Καμία έκπληξη. Χαλαρώνω ακόμα περισσότερο. Έχουμε αρχίσει κιόλας να κάνουμε η μία αστεία στην άλλη. Βλέπω πως έχει ωραίο χαμόγελο παρότι το ντύσιμό της μου θυμίζει αμερικανίδα έφηβη βγαλμένη από το χρονοντούλαπο της δεκαετίας του ‘50. Αναρωτιέμαι φευγαλέα αν μετά το πέρας της εργασιακής της ημέρας βγάζει το προσωπείο της σοβαρής γυναικολόγου και μεταμορφώνεται σε ασύδοτη χορεύτρια rock n’roll με τους νεαρούς παρτενέρ της να τη στριφογυρίζουν φρενιασμένα προς όλες τις κατευθύνσεις. Why not? Της δίνω τα αποτελέσματα της μαστογραφίας που είχα κάνει σε διαγνωστικό κέντρο προ δύο μηνών. Και ναι, έχω καθυστερήσει να τις φέρω, το γνωρίζω, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. Αυτό δηλαδή θα της απαντήσω, αν με ρωτήσει γιατί άργησα τόσο πολύ. Ούτως ή άλλως όλα αυτά είναι τυπικά, έτσι δεν είναι; Ανοίγει απαλά το φάκελο και παρατηρώ πως τη στιγμή που διαβάζει τη διάγνωση το πλατύ της χαμόγελο χάνεται. Παίρνει τη μαστογραφία. Την κοιτάζει. Μία βαθιά χαρακιά ανησυχίας αυλακώνει το μέτωπό της. Χμμ… Αυτή η ρυτίδα δεν ήταν μέσα στο πρόγραμμα. Τι γίνεται; Προφανώς πάντως δεν έχει κάνει botox γιατί διαθέτει πλήρη εκφραστικότητα. Από την απέναντι πλευρά του γραφείου και χωρίς ακόμα να μπορώ να προσδιορίσω το γιατί, έχω αρχίσει να αισθάνομαι μία κλιμακούμενη ανησυχία. Εν μέσω μίας ξαφνικής αναλαμπής θυμάμαι πως όταν είχα πρωτοπάρει τη μαστογραφία, είχα παρατηρήσει ότι η διάγνωση έγραφε για κάποια ευρήματα που τα ανέφερε ως αποτιτανώσεις και τα οποία έχρηζαν περαιτέρω ελέγχου. Δεν είχα δώσει σχεδόν καθόλου σημασία. Είχα θεωρήσει πως προφανώς ήταν κάτι τυπικό που συνιστάται λίγο πολύ σε όσες γυναίκες περνούν αυτή τη διαδικασία. Δεν είχα κάποιον όγκο, οπότε τί; Όλα καλά. Ή όχι; Τι διάολο είναι οι αποτιτανώσεις; Η γυναικολόγος σηκώνει το βλέμμα, με κοιτάζει περίεργα και οι αποτιτανώσεις αρχίζουν να μετατρέπονται σε Τιτάνες μέσα στο κεφάλι μου. Την βλέπω να δαγκώνει το κάτω χείλος της. Κοιτάζει πάλι τη μαστογραφία. Μετά ξανά εμένα. Οι οιωνοί είναι δυσοίωνοι. Ιδίως το δάγκωμα του κάτω χείλους κραυγάζει πως οι θεοί δεν είναι θετικά διακείμενοι. Έχω αρχίσει να αισθάνομαι άβολα. Σα να κάθομαι επάνω σε μυτερές αποτιτανώσεις εν γένει Τιτάνες. Ανοίγει το στόμα της σε έναν άσχημο μορφασμό. “Μα καλά δε σας κάνανε επιτόπου εντοπιστική όταν είδαν αυτά τα αποτελέσματα;” Η έκφρασή της μου θυμίζει τους αγανακτισμένους σε αγανακτισμένη πορεία κατά του μεσοπρόθεσμου. Φαίνεται ολοκάθαρα αναστατωμένη. Μα γιατί; Δεν ξέρω τι να απαντήσω ενώ μία αίσθηση παγωμάρας που έχει ξεκινήσει από το στήθος μου (εκείνο με τις αποτιτανώσεις) εξαπλώνεται ταχύτατα σε όλο μου το σώμα. Τα ποια; Μα τι λέει; Τι είναι αυτή η εντοπιστική; For the love of god, δεν καταλαβαίνω τι εννοεί! Κατορθώνω να ψελλίσω μία απάντηση.”Τι εννοείτε; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Είναι κάτι σοβαρό;” Με κοιτάζει στα πρόθυρα της οργής. Μπερδεύομαι ακόμα περισσότερο και αρχίζω να ψυλλιάζομαι πως οι οιωνοί και οι θεοί έχουν αποφασίσει να με ληστέψουν φέτος από τις καλοκαιρινές μου διακοπές με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. “Ναι, μπορεί να υπάρχει πρόβλημα και μπορεί να είναι σοβαρό. Μπορεί και όχι. Αλλά αυτό δεν το γνωρίζω εγώ. Αυτές τις εξετάσεις πρέπει να τις δει κάποιος περισσότερο αρμόδιος επί του θέματος. Και βέβαια όχι μετά από δύο μήνες, όπως τις φέρατε σήμερα σε εμένα. Πρέπει να γίνει μέσα στις επόμενες ημέρες.” Έχω απομείνει παγωμένη επάνω στη νεοκλασική καρέκλα. Νιώθω το σώμα μου μουδιασμένο,τα πόδια μου δύο βαρίδια που με εμποδίζουν να κινηθώ. Την ακούω σαν από χιλιόμετρα μακριά να μου εξηγεί πως αυτές οι εξετάσεις πρέπει το συντομότερο δυνατόν να βρεθούν στα χέρια ειδικού ακτινολόγου. Αυτός και μόνο αυτός θα ξέρει να μου πει αν χρειάζεται κάτι περαιτέρω ή όχι. Μου γράφει σε ένα χαρτάκι τα στοιχεία μίας γνωστής της ακτινολόγου που οφείλω να την καλέσω άμεσα και όχι σε δύο μήνες. Ξανατονίζει με έμφαση αυτό το τελευταίο ίσα ίσα για να αισθανθώ ακόμα περισσότερο ότι είμαι τόσο γιούχου που ζώντας μόνο για το τώρα αμέλησα εντελώς το θέμα της υγείας μου. All in all η ευτυχής μας συνάντηση έχει ολοκληρωθεί αφήνοντας μία πικρή γεύση λες και μου έδωσαν να καταπιώ με το ζόρι μία γερή δόση μουρουνέλαιου. Σηκώνομαι σαν σε όνειρο. Ένα άσχημο όνειρο, έναν εφιάλτη θερινού απογεύματος. Με ξεπροβοδίζει η γραμματέας της. Προχωράω σαν ρομπότ. Εν δύο, εν δυο, σέρνω τα μέλη μου προς την έξοδο. Βγαίνοντας κλέβω δύο τελευταία πλάνα ευτυχίας από το κοριτσάκι/εν δυναμει διπλωμάτη του ΟΗΕ να παίζει και να χαμογελά. Νιώθω σαν μία ατυχέστατη παραφωνία μέσα σε όλη αυτή την χαρά. Θέλω να βγω έξω. Χρειάζομαι επειγόντως αέρα! Κατεβαίνω στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου στεγάζεται το ιατρείο. Κοντοστέκομαι στην άκρη του πεζοδρομίου. Αισθάνομαι λίγο σαν τον Σπύρο Παπαδόπουλο στους Απαράδεκτους. “Τι έγινε, βρε παιδιά; Πως την πατήσαμε έτσι; Μα τον Τουτάτη, τι μόλις συνέβη;” Προσπαθώ κάπως να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου αλλά φαίνεται πως τις έχει καλύψει μία αδιαπέραστη ομίχλη. Ο κόσμος που περνά τριγύρω μου και συνεχίζει την καθημερινή του ζωή μου φαίνεται φασματικός, βγαλμένος από μία παράλληλη διάσταση ενώ εγώ τους παρατηρώ φυλακισμένη μέσα στη φυσαλίδα του τι θα γίνει τώρα. Βρίσκομαι εγκλωβισμένη στο διάφανο κουκούλι του φόβου, εδώ πέρα, μόνη, ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους. Σκέφτομαι πως ευχαρίστως θα χωνόμουν στις σχισμές ανάμεσα στις πλάκες του πεζοδρομίου και θα κρυβόμουν για πάντα εκεί, αν γινόταν. Αλλά δε γίνεται. Things to do, people to see, a life to live. Τι είχε πει ο Frank Herbert μέσα από το στόμα των Μπένε Τζέζεριτ στο Dune; “Δεν πρέπει να φοβηθώ. Ο φόβος είναι ο φονιάς του νου. Ο φόβος είναι ο μικρός θάνατος που φέρνει ολικό αφανισμό. Θα κοιτάξω κατάματα το φόβο μου. Θα του επιτρέψω να περάσει από πάνω και από μέσα μου. Και όταν ο φόβος θα έχει φύγει δεν θα υπάρχει τίποτα. Μόνο εγώ θα είμαι εκεί”. Βγάζω το κινητό. Παίρνω τηλέφωνο την ακτινολόγο. Λείπει σε άδεια με ενημερώνει μία συνάδελφός της. Στο τέλος του μήνα επιστροφή και ραντεβού αν θέλω. Χμμ, ωραία. Σε ένα μήνα δηλαδή περίπου από τώρα. Μέχρι τότε αυτές οι άγνωστες αποτιτανώσεις/Τιτάνες θα έχουν μετατραπεί σε alien που θα θέλει να σκάψει μέσα από το στήθος μου για να βγει στον έξω κόσμο; Καλώ την αδελφή μου που τυγχάνει, ευτυχώς, να είναι νοσηλεύτρια. Σίγουρα κάτι παραπάνω θα ξέρει σχετικά με όλα αυτά τα ακατανόητα για εμένα θέματα. Της λέω επακριβώς τι μου είπε η γιατρός κάνοντας φωνητική αναπαράσταση μέχρι και της ρυτίδας ανησυχίας. Για μια στιγμή δε μιλά. Μετά μου λέει να πάω σπίτι και θα συζητήσουμε από κοντά. Περπατώ βαριά σαν αποκαρδιωμένος Robocop μέχρι το μετρό. Περνάω τις μπάρες και κατεβαίνω μηχανικά στην αποβάθρα. Ούτε που προσέχω τον κόσμο γύρω μου. Έρχεται ο συρμός. Μπαίνω μέσα. Οι πόρτες κλείνουν πίσω μου και το βάρος που αισθάνομαι στο στήθος μου είναι αφόρητο. “Κάτσε στη θέση σου, μικρό εκκολαπτόμενο alien!” σκέφτομαι καθώς ο συρμός ξεκινά. Μπορείτε να διαβάσετε τη δεύτερη πράξη από εδώ