“Ξυπνα, ξύπνα, ξύπνα…”
Νιώθει σα να πέφτει από ύψος με ιλλιγιώδη ταχύτητα. Ανοίγει απότομα τα μάτια της. Τα πάντα γυρίζουν, δεν μπορει να καταλάβει ακόμα που βρίσκεται. Ξανακλείνει τα μάτια, παίρνει μια βαθιά ανάσα και τα ανοίγει πάλι. Σιγά σιγά ο κόσμος γύρω της αρχίζει να σταθεροποιείται. Η πρώτη της αίσθηση είναι κάτι μαλακό και απαλό. Βρίσκεται χωμένη σε μία άνετη βελούδινη πολυθρόνα, τα χέρια της κουρνιασμένα, στηρίζονται στα πλαϊνά του καθίσματος. Κοιτάζει φοβισμένα μπροστά της, δεξιά, αριστερά, στρέφει αργά το κεφάλι προς τα πίσω. Ο φωτισμός είναι πολύ χαμηλός και μπορεί μόνο να διακρίνει καθίσματα πανομοιότυπα με το δικό της προς όλες τις κατευθύνεις. Ατέλειωτες σειρές καθισμάτων απλώνονται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι της και χάνονται μέσα στο μισοσκόταδο. Αισθάνεται ανατριχίλα και δεν ξέρει αν είναι από την κρύα ατμόσφαιρα της χωρίς σύνορα αίθουσας ή από το φόβο που έχει γραπώσει το στήθος της.
Τι είναι αυτό το μέρος; “Πως βρέθηκα εδώ;” σκέφτεται τρομαγμένη. Προσπαθεί να θυμηθεί αλλά είναι σα μια πυκνή ομίχλη να έχει εισβάλει στο μυαλό της και τα υγρά και ρυπαρά της πλοκάμια να θαμπώνουν τις μνήμες της. Όλα φαίνονται πολύ μακρινά. Δεν μπορεί να θυμηθεί…Δεν μπορεί να θυμηθεί…
“Έχετε αγωνία για την ταινία;” Η αντρική φωνή την κάνει να αναπηδήσει ξαφνιασμένη. Μέσα στο σχεδόν απόλυτο σκοτάδι βλέπει το περίγραμμα ενός άντρα να διαγράφεται λίγα καθίσματα πιο πέρα από αυτήν, στην ίδια σειρά. Πως και δεν τον είχε αντιληφθεί μέχρι τώρα;
“Σας βλέπω λίγο ανήσυχη για αυτό ρωτάω”. Η φωνή του είναι βαθιά και βελούδινη κι όμως κάτι φαίνεται να κρύβεται κάτω από την επιφάνεια και αυτό το κάτι που δεν μπορεί να προσδιορίσει της προκαλεί τρόμο. Γραπώνει σφιχτά τα χερούλια της πολυθρόνας μέχρι που οι αρθρώσεις της αρχίζουν να τρίζουν.
“Τι εννοείτε;” κατορθώνει να ψελλίσει. “Ποια ταινία;” ρωτάει με τρεμουλιαστή βραχνή φωνή.
O άντρας γελάει απαλά και το γέλιο του την κάνει να ανατριχιάσει ακόμα περισσότερο. Της θυμίζει πάνθηρα που παραμονεύει ήσυχα το θήραμά του προτού χιμήξει.
“Μα την ταινία που ξεκινά τώρα, βέβαια!” της απαντά ανάλαφρα.
Δεν προλαβαίνει να σκεφτεί τι εννοεί, όταν ξαφνικά μπροστά της φωτίζεται μία μεγάλη λευκή οθόνη. Την κοιτάζει σοκαρισμένη. Είναι μία οθόνη προβολής αλλά δε φαίνεται να στηρίζεται πουθενά. Δείχνει να ίπταται πανω από τις ατελείωτες σειρές καθισμάτων που συνεχίζονται και πίσω από αυτήν. Ενώ την παρατηρεί με κομμένη την ανάσα, αυτή μαυρίζει απότομα και η αίθουσα βυθίζεται στο απόλυτο σκοτάδι.
“Σσσσ” ψιθυρίζει ο ανθρωπόμορφος πάνθηρας. “Άρχίζει!”
Το βλέμμα της είναι κολλημένο επάνω στην οθόνη. Το στόμα της μισάνοιχτο από την έκπληξη. Μία ακατανίκητη επιθυμία που δεν μπορεί να καταλάβει από που προέρχεται την έχει καθηλώσει στη θέση της ενώ νιώθει όλη της την ύπαρξη συμπυκνωμένη σε τούτη τη στιγμή, σε αυτή την προβολή που μόλις ξεκινά.