Όταν έφτασα στο νησί το πρώτο πράγμα που ήθελα να δω ήταν το σπίτι που μεγάλωσες. Το θαύμασα από απόσταση. Μένανε άλλοι τώρα. Μπήκανε όταν φύγατε διωγμένοι ουσιαστικά από το στρατό. Σπίτια, αμπέλια, χωράφια, τίποτα δεν έμεινε στην οικογένειά σου. Μέσα σε μία νύχτα αλλάξανε όλα χέρια. Ένα ολάκερο βιος εξανεμίστηκε, παρασύρθηκε στα βάθη της Ιμβριώτικης θάλασσας.
Σε πήρα τηλέφωνο όπως όπως. Έκλαιγα όλη την ώρα. Έκλαιγες κι εσύ. “Είδα το σπίτι” σου είπα ανάμεσα σε λυγμούς. “Να μου φέρεις κάτι από το νησί” μου παράγγειλες με σπασμένη φωνή από τη συγκίνηση.
Σου έφερα Ιμβριώτικο κρασί. Το πήρες στα χέρια σου, το θαύμασες, το ταχτάρισες όπως ταχταρίζει μία μάνα το στερνοπούλι της. “Θα το ανοίξουμε σε μία ιδιαίτερη περίσταση” μου υποσχέθηκες ενώ τα μάτια σου θόλωσαν από χαρά και θλίψη συνάμα.
Η ιδιαίτερη περίσταση δεν ήρθε ποτέ κι εσύ “έφυγες” λίγους μήνες μετά. Το κρασί ανοίχτηκε από ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να εκτιμήσουν την πραγματική του αξία. Για καιρό μετά έψαχνα μήπως βρω τουλάχιστον το μπουκάλι αφού δεν πρόλαβα να μοιραστώ μαζί σου εκείνη την πολυπόθητη γουλιά που τόσο λαχταρούσα. Δεν το βρήκα ποτέ.
Μου αρέσει μερικές φορές να μας φαντάζομαι μαζί να κάνουμε αυτό που δεν προλάβαμε τότε. Εσύ να ανοίγεις το μπουκάλι και να μας σερβίρεις. Κι έπειτα από τη γλύκα του κρασιού να ξυπνάνε οι αναμνήσεις και να μου μιλάς για τα χρόνια τότε, τις όμορφες και τις κακές στιγμές. Κι εγώ απλά να κάθομαι και να σε ακούω όπως σε άκουγα μικρή όταν μου διηγιόσουν τις περιπέτειες σου σε εκείνο το σπίτι, σε εκείνο το μικρό νησιώτικο χωριό.
Κάπου κάπως κάποτε θα τα ξαναπούμε…