Οι κατρουλήδες του πάρκου

Κάπου εκεί στον Άλιμο…

Υπάρχει ένα πάρκο που μαζεύεται κόσμος πολύς. Γονείς με τα παιδιά τους, σκύλοι με τα αφεντικά τους, ξέμπαρκοι τρελοί, ηλικιωμένοι που πάνε στα ΚΑΠΗ. Ανάμεσα στο συμφερτό υπάρχει και μία ιδιαίτερη φυλή. Τους βλέπει κανείς νωρίς νωρίς τα πρωινά, κάθονται στα παγκάκια του αιθρίου. Δεν έρχονται όλοι μαζί. Ένας ένας καταφθάνουν και αράζουνε εκεί. Όλοι κάποιας ηλικίας, ταλαιπωρημένοι και ρυπαροί. Ο τελευταίος και ο πιο ρυπαρός που έρχεται να συμπληρώσει την ομάδα είναι και ο αρχηγός. Τους φέρνει να διαβάζουν παλαιές εφημερίδες. Ποιος ξέρει τι να βλέπουν σε αυτές. Τα νέα, τις αγγελίες, τα μνημόσυνα ή τις κηδείες; Αφού ψευτοδιαβάσουν και ψευτοκουβεντιάσουν, ξεκινούν την αποστολή. Ο πρώτος σηκώνεται θαρρετά και πάει σε έναν περιφραγμένο χώρο όπου παίζουν μερικές φορές παιδιά. Κοιτάζει γύρω γύρω δήθεν διακριτικά, μυρίζει τον αέρα και επιλέγει την αγαπημένη του μεριά. Συνήθως είναι από του φράχτη τη μέσα την πλευρά. Στέκεται εκεί περήφανα και τον αμολά περίτρανα. Ρίχνει μία κατρούλα στα γύρω χόρτα και του φράχτη το φρεσκοβαμένο ξύλο και έπειτα καμαρωτά γυρίζει πίσω στην υπόλοιπη ομάδα. Λίγη ώρα μετά ο δεύτερος σηκώνεται με την ίδια ιερή αποστολή. Οσμίζεται το χώρο, διαλέγει το σημείο και τον πετάει έξω ουρώντας με χαρά. Όταν τελειώσουν όλοι σιγά σιγά και ιεραρχικά αναχωρούν προς άγνωστη κατεύθυνση με αντίθετη σειρά από ότι κατέφθασαν το πρωί. Η ώρα έχει περάσει, τα ούρα έχουν ποτίσει το φράχτη και το χώμα, και αν περάσεις από εκεί σου έρχεται λιγοθυμιά.

Τους είχα δει τυχαία μια φορά αλλά τη δεύτερη κατάλαβα πως τα πράγματα δεν γίνονται πολύ φυσιολογικά. Η αλήθεια είναι πως αν από πίσω τους πλησιάσεις την ώρα που τσιρούν τους ακούς ταυτοχρόνως και να σιγοτραγουδούν. Το θέμα του τραγουδιού έχει να κάνει πάντα με νερό, ίσως βοηθά την κατάθεση ψυχής στον χώρο τον εξωτερικό. Μία φορά άκουσα έναν να τραγουδά “Θάλασσα και αλμυρό νερό” και άλλη μία τον αρχηγό τον ρυπαρό να σιγομουρμουρίζει το “Ένα νερό, κυρά Βαγγελιώ”.

Προς έκπληξη μεγάλη οι τριγύρω δεν τους δίνουν σημασία ακόμα και όταν τους παίρνει άγρια η αποφορά από την κατρούλα. Έχουν έναν περίεργο τρόπο να εθελοτυφλούν και τους ιδιοκτήτες σκύλων για το έργο άλλων να κατηγορούν. Διαξιφισμοί με ανυποψίαστους σκυλοϊδιοκτήτες συμβαίνουν διαρκώς οι οποίοι ωρύονται πως τα γενόμενα δεν είναι έργο δικό τους.

Κι όμως η αλήθεια δεν απέχει και πολύ από τις εικασίες των υπολοίπων του πάρκου επισκεπτών. Είναι φως φανάρι πως οι κατρουλήδες δεν ανήκουν ακριβώς στο είδος το ανθρωπινό. Σίγουρα στην προηγούμενη ζωή υπήρξαν σκύλοι φοβεροί και τρομεροί. Οριοθετούσαν τη δική τους περιοχή με το μόνο τρόπο που γνωρίζαν, τσίσα εδώ κι εκεί. Κι έτσι τώρα που σαν άνθρωποι περίπου ξαναγύρισαν σε αυτή τη γη, την αγέλη τους πάλι σχηματίσαν και κάνουν αυτό που καλύτερα γνωρίζαν από την προηγούμενή τους ως σκύλοι ζωή. Κατρούλες σε αυτή που θεωρούν δική τους περιοχή.