Η ώρα ήταν δύο τα ξημερώματα και εκείνη ακόμα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το φως του φεγγαριού που γλιστρούσε ανάμεσα από τις γρίλιες του παραθύρου δημιουργούσε μία απόκοσμη ατμόσφαιρα στο δωμάτιο. Κοίταξε το λούτρινο αρκουδάκι στην καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι της και ζάρωσε ακόμα περισσότερο. Τα μάτια του, δύο σκοτεινές χάντρες που την κοιτούσαν όλο κακία. Το στόμα του μισάνοιχτο σε ένα γκροτέσκο χαμόγελο. Ανατρίχιασε.
“Μακάρι να είχα εδώ τη Ρίτα” σκέφτηκε. Δε θα τη φόβιζε το σκοτάδι. Η Ρίτα ήταν όλα όσα δεν ήταν εκείνη. Ήταν γενναία εκεί όπου αυτή φοβόταν. Ήταν θαρραλέα εκεί όπου αυτή ήταν δειλή. Η Ρίτα ήξερε πάντα τι έπρεπε να πει και τι έπρεπε να κάνει. Εάν υπήρχε κάτι στη ζωή της για το οποίο αισθανόταν ευγνώμων ήταν πως είχε φίλη τη Ρίτα. Με αυτή μόνο μπορούσε να συζητήσει όλους της τους φόβους και ιδίως το φόβο της για το τέρας.
Ένας ανεπαίσθητος ήχος ακούστηκε μέσα στην απόλυτη ησυχία. Σήκωσε ελαφρά το κεφάλι της κοιτάζοντας προς την πόρτα και είδε το πόμολο να γυρίζει αργά. Η πόρτα άνοιξε ελαφρά και έπειτα κάτι την έσπρωξε ανοίγοντάς την ακόμα περισσότερο. Όχι! Δεν ήταν δυνατόν! Έκλεισε τα μάτια και τράβηξε τα σκεπάσματα πάνω από το κεφάλι της. Κάποιος είχε μπει στο δωμάτιο και προχωρούσε με αργά βήματα προς το μέρος της. Το τέρας! Η καρδιά της ήταν έτοιμη να εκραγεί μέσα στο στήθος της.
“Αγνή;” Το τέρας την έψαχνε.
“Ρίτα, Ρίτα; Που είσαι; Σε παρακαλώ βοήθησέ με!” σκέφτηκε όλο απόγνωση. Έτρεμε ολόκληρη από το φόβο.
Τα βήματα σταμάτησαν. Κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα ένιωθε την παρουσία του τέρατος ακριβώς από πάνω της. Άκουγε τη βαριά του ανάσα.
“Αγνή;” Το τέρας κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Αισθάνθηκε το βάρος του δίπλα της. Το χέρι του τράβηξε τα σκεπάσματα. “Δε θα βγάλεις άχνα, έτσι; Η μαμά δεν πρέπει να μας ακούσει”.
“Ρίτααααα;;; Βοήθεια!!” σκέφτηκε στα όρια του τρόμου καθώς το τέρας άγγιζε την παιδική σάρκα.
“Αγνή; Αγνή; Εδώ είμαι!” Μέσα από τα βάθη του μυαλού της η φωνή της καλύτερής της φίλης ήχησε γεμάτη σιγουριά.Η Ρίτα είχε έρθει. Ποτέ δεν την άφηνε απροστάτευτη όταν ερχόταν εκείνος. Αισθάνθηκε απεριόριστη ευγνωμοσύνη.“Μη φοβάσαι, Αγνή. Θα σε προστατεύσω εγώ. Πήγαινε εσύ τώρα να κρυφτείς!”
“Ρίτα, σε ευχαριστώ!” Ήταν η τελευταία της σκέψη προτού καταφύγει σε εκείνο το μυστικό δωμάτιο όπου πήγαινε πάντα όταν ερχόταν να την επισκεφτεί το τέρας. Η Ρίτα θα τη φρόντιζε. Θα ήταν ασφαλής.